Monday, January 21, 2013

Η Καντιανή κριτική θεωρία για το ηθικό πράττειν σε αντιπαράθεση με το γενεαλογικό εγχείρημα του Νίτσε.



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

   Η Καντιανή δεοντοκρατική ηθική, αποτέλεσε μια από τις ωριμότερες και πληρέστερες εκφράσεις της ηθικής του Διαφωτισμού. Στον πυρήνα της βρίσκονται τόσο ο σεβασμός προς τον ηθικό νόμο, όσο και η έννοια του καθήκοντος ως πεμπτουσία της ηθικότητας, η οποία οφείλει να διαθέτει καθολικότητα και αναγκαιότητα.
   Στον αντίποδα της Καντιανής ηθικής τοποθετείται η Νιτσεϊκή προσέγγιση μέσω μιας «φυσικής ιστορίας της ηθικής», η πιο συστηματική αποτύπωσή της οποίας βρίσκεται στη Γενεαλογία της Ηθικής (1887). Εδώ ο Νίτσε στρέφεται εναντίον των βασικών αρχών της παραδεδομένης ηθικής αναλαμβάνοντας να βρει το προ-ηθικό νόημα των ηθικών μας αξιολογήσεων.
   Μέσα από αυτή την καθόλα διαφορετική προσέγγιση, ο Νίτσε μεταξύ άλλων, θα στραφεί εναντίον της Καντιανής ηθικής του καθήκοντος («ακόμη και στον γέρο-Καντ, η κατηγορική προσταγή μυρίζει σκληρότητα»).
   Στην παρούσα εργασία, θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τα βασικά στοιχεία της Καντιανής ηθικής με άξονες τις έννοιες του σεβασμού στον ηθικό νόμο και του καθήκοντος και να αντιπαραθέσουμε την Καντιανή κριτική θεωρία για το ηθικό πράττειν στο γενεαλογικό Νιτσεϊκό εγχείρημα, η ύπαρξη και ο ρόλος του οποίου αντιτίθεται στον καθολικό και αναγκαίο χαρακτήρα της Καντιανής ηθικής. 




1.Η ΚΑΝΤΙΑΝΗ ΗΘΙΚΗ


1.1 ΗΘΙΚΟΣ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ

   Η ηθική πράξη σύμφωνα με τον Καντ (1724-1804), είναι ο έλλογος εκείνος τύπος συμπεριφοράς που υπερβαίνει τις ενστικτώδεις και αντανακλαστικές κινήσεις της φύσης, εφόσον ο ηθικός άνθρωπος πράττοντας το ορθό, ακόμα και αν αυτό βλάπτει το συμφέρον του, καλείται να υπερνικήσει τον οποιοδήποτε φυσικό καταναγκασμό και τα αίτια από τα οποία προέρχεται.[1]
   Η πράξη αυτού του είδους, δεν δέχεται καμία αμφισβήτηση,  καθώς αποτελεί μια αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία εύκολα παρατηρείται τόσο σε ατομικό-προσωπικό επίπεδο, όσο και σε συλλογικό επίπεδο από την εν γένει εμπειρία του ανθρώπινου είδους.[2] Είναι αυτή μάλιστα, που διασώζει τον κοινωνικό βίο από την κατάρρευση, μέσω του ηθικού καταλογισμού, ή με άλλα λόγια αυτού που συνηθίζουμε να λέμε στην καθημερινότητα μας, ότι ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του. Ο ηθικός καταλογισμός είναι αυτός που δεν επιτρέπει καμιά δικαιολογία για την απαξίωση μιας ανήθικης πράξης από οποιαδήποτε  εξωτερική αιτία και αν αυτή προέρχεται, είτε κοινωνικής, είτε φυσικής είτε ψυχολογικής φύσης.
    Αυτό που χρήζει διερεύνησης σύμφωνα με το φιλόσοφο, είναι υπό ποιες συνθήκες επιτυγχάνεται η αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα της ηθικής ζωής. Σύμφωνα με τον Καντ, οι έννοιες καλό, κακό, δίκαιο και άδικο ενυπάρχουν μέσα σε κάθε άνθρωπο, στο κομμάτι εκείνο της συνείδησης του, που είναι απαλλαγμένο κάθε φυσικό ή κοινωνικό εξαναγκασμό.[3] Αυτή η αντίληψη του εαυτού μας ως αυτόνομου όντος απαλλαγμένου από κάθε είδους εξωτερικού καταναγκασμού, αποτελεί την αφετηρία του ηθικού αναστοχασμού. Ο άνθρωπος δια μέσου της ηθικής εξυψώνεται σε ένα αυτόβουλο και ανεξάρτητο ον, υπερβαίνοντας τους νόμους της ηθικής νομοτέλειας, που ισχύουν πια μόνο ως προς τη βιολογική του διάσταση.
    Γίνεται συνεπώς απολύτως σαφές από τα παραπάνω, πως η υπερβατολογική συνθήκη για τη δυνατότητα του ανθρώπου να πράττει ως αυτόνομο ηθικό υποκείμενο, είναι η πρωτογενής του ελευθερία, η οποία αποτελεί το  sine qua non της ηθικής συμπεριφοράς.[4] Η ελευθερία αυτή ή αλλιώς η αυτονομία της θέλησης, δεν μπορεί να εξηγηθεί από πού προέρχεται και για ποιο λόγο υφίσταται στο σύμπαν, παρά συντίθεται a priori με τον ηθικό νόμο, χάρη στο ότι ενδιαφέρεται για τον νόμο, εγκαθιδρύοντας τον ως νομοθέτης που αυτοϋποτάσσεεται στον νόμο του.[5]

1.2 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ – ΔΕΟΝΤΟΚΡΑΤΙΑ

   Πότε όμως μια πράξη είναι πραγματικά ηθική; Σύμφωνα με τις ηθικές θεωρίες, που επικρατούσαν κατά την περίοδο του Διαφωτισμού, κριτήριο για τις ορθές πράξεις, αποτελούσαν οι συνέπειες που έχει. Για τον εμπειριστή και φυσιοκράτη φιλόσοφο του 18ου αιώνα, οι ηθικές θεωρίες χαρακτηρίζονταν από άκρατο ευδαιμονισμό. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του ευδαιμονισμού, στόχος της ηθικής πράξης, ήταν η πρακτική ωφέλεια, ατομική και συλλογική και κυρίως στο επίπεδο της πλήρωσης θεμελιακών βιοτικών αναγκών, συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς και των διανοητικών και πνευματικών απολαύσεων, οι οποίες συνιστούν και αυτές ικανοποίηση μιας πτυχής της ανθρώπινης φύσης. Αντίστοιχα και μέσα από το κλασσικό λογικό άλμα του ωφελιμισμού, αυτό που επιθυμούν οι άνθρωποι από τη φύση τους, είναι και το επιθυμητέο, αυτό δηλαδή που πρέπει να επιθυμούν.[6]
   Αντίθετα για τον Καντ η ηθικότητα συνίσταται στην επιδίωξη του δέοντος ως αυτοσκοπού, ανεξαρτήτως από κάθε υπολογισμό προσωπικής ή κοινωνικής ωφέλειας. Το να πράττει κανείς με γνώμονα το συμφέρον του, έρχεται σε αντίθεση με την διακρίβωση του δέοντος. Αυτό που μας ωφελεί, δεν ταυτίζεται με αυτό που πρέπει να πράττουμε[7]. Αντιθέτως η καλή βούληση, το να βούλεται κανείς να πράττει το καθήκον, είναι σύμφωνα με τον φιλόσοφο ο ορισμός του ηθικού αγαθού και η αφετηρία της Καντιανής ηθικής .[8] Το να πράττει κανείς από καθήκον, σημαίνει να επιδεικνύει καλή βούληση παρά τις όποιες δυσκολίες. Ο Καντ όμως προχωράει ακόμα παραπέρα και διαχωρίζει το να πράττει κανείς σύμφωνα με το καθήκον, από το να πράττει κανείς με κίνητρο το καθήκον. Ένας Χριστιανός λ.χ. που ελεεί τους φτωχούς  επειδή προσδοκά ότι θα πάει στον Παράδεισο, αν και δεν παραβιάζει τους κανόνες ηθικής, ωστόσο δεν είναι ηθικός με την αυστηρή έννοια του όρου, αφού η πράξη του αυτή δεν αφορά αποκλειστικά την εσωτερική του διάθεση ή το φρόνημα του, αλλά αποβλέπει σε κάποιο απώτερο σκοπό ή όφελος.[9] Συνεπώς όποιος πράττει το ηθικώς ορθό αποσκοπώντας προς κάποιο ίδιον όφελος, είτε απλώς δοκιμάζοντας  ένα αίσθημα ικανοποίησης, δεν πληροί τα καντιανά κριτήρια της ηθικότητας.
   Στο σημείο αυτό η διδασκαλία του Καντ έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με εκείνη του Αριστοτέλη, που υποστηρίζει πως οι άνθρωποι δεν είναι πραγματικά ενάρετοι στο βαθμό που ασκούν την ηθική παρά τη θέληση τους. Ένα ενάρετο άτομο σύμφωνα με τον Σταγειρίτη , απολαμβάνει πλήρως το να εκτελεί ενάρετες πράξεις.[10] Αντιθέτως για τον Πρώσο, η πραγματική απόδειξη αρετής είναι η οδύνη του καλώς πράττειν. Μόνο όταν το ορθώς πράττειν μας κοστίζει  σε κάτι και συνοδεύεται από ένα αίσθημα πόνου ή δυσαρέσκειας, μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως πράττουμε το ορθό, πάντοτε με κίνητρο το καθήκον και όχι σύμφωνα με το καθήκον. Ο αδιάλλακτος αυτός διαχωρισμός της ψυχοσωματικής ευχαρίστησης από το δέον, είναι το πιο αξιοσημείωτο γνώρισμα της Καντιανής ηθικής αυστηρότητας, δείγμα της επιρροής πού άσκησε ο προτεσταντικός ευσεβισμός  (Pietismus) κυρίως μέσω της μητέρας του.[11]

1.3 ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΓΗ - ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΣΚΟΠΩΝ

   Το εύλογο ερώτημα που γεννάται επομένως μέσα από αυτήν τη προσέγγιση,  είναι τι ακριβώς σημαίνει τελικά  να πράττει κανείς από καθήκον; Ο Καντ ασφαλώς συνειδητοποιεί πως έχει ορίσει υπερβολικά αυστηρά κριτήρια ηθικής διαγωγής, με αποτέλεσμα να είναι προετοιμασμένος, να έρθει αντιμέτωπος με το πιθανό ενδεχόμενο, να μην έχει υπάρξει ποτέ στην πραγματικότητα, πράξη που να έχει εκτελεσθεί αποκλειστικά και μόνο επί ηθικής βάσης και με αποκλειστικό κίνητρο την αίσθηση του καθήκοντος. Για το λόγο αυτό επιστρατεύει την περίφημη κατηγορική προσταγή.
   Κατηγορική προσταγή είναι η εσωτερική φωνή που επιτάσσει το δέον, η οποία απορρέει από την έμφυτη και ενδιάθετη ηθικότητα κάθε έλλογου όντος και υποδεικνύει ένα συγκεκριμένο τρόπο πράττειν, ανεξαρτήτως του επιθυμητού στόχου, σε αντίθεση με την υποθετική προσταγή που καθορίζει το πράττειν αναλόγως με τον τελικό σκοπό. Αντιλαμβανόμαστε αμέσως από την παραπάνω διατύπωση, ότι υπάρχουν πολλές υποθετικές προσταγές, μιας και υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί στόχοι, τους οποίους μπορεί να θέτουν οι άνθρωποι. Ωστόσο υπάρχει μόνο μια κατηγορική προσταγή, αυτή της ηθικής.[12] Χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Καντ αναφέρει «υπάρχει λοιπόν μόνο μια κατηγορηματική προστακτική, δηλαδή ετούτη: Πράττε μόνο με ένα τέτοιο γνώμονα, μέσω του οποίου μπορείς συνάμα να θέλεις, αυτός ο γνώμονας να γίνει καθολικός νόμος».[13] Συνεπώς η κατηγορηματική προσταγή, είναι η ανάγκη να συμμορφώνεται κανείς με την καθαρή καθολικότητα του νόμου, με άλλα λόγια, αν μια ατομική πράξη δεν μπορεί να λειτουργήσει ως καθολικός νόμος, χωρίς να αυτοαναιρείται, τότε παύει να είναι ηθική.[14]
   Ο Καντ χρησιμοποίησε πολλά παραδείγματα για να εξηγήσει την κατηγορηματική προσταγή με πιο χαρακτηριστικό αυτό του ψεύτη. Ακόμα και ό ίδιος ο ψεύτης δε μπορεί να θέλει το ψεύδος να αποτελεί γενικό κανόνα σε μια κοινωνία, γιατί τότε θα είναι αδύνατον να πει κανείς ψέματα, αφού όλοι θα γνωρίζουν ότι ψεύδονται, με αποτέλεσμα κανείς να μην πιστεύει κανέναν και συνεπώς να μην έχει νόημα να ψευσθείς. Ο Καντ θα χρησιμοποιήσει και άλλα τέτοια παραδείγματα, άλλα πειστικά και άλλα λιγότερο πειστικά και μέσα από συνεχείς αναδιατυπώσεις της κατηγορηματικής προσταγής, θα καταλήξει στον ακόλουθο ορισμό « Ο άνθρωπος και γενικά κάθε έλλογο ον, υπάρχει ως αυτοσκοπός και όχι απλά ως μέσο για την αυθαίρετη χρήση της τάδε ή της δείνα θέλησης. ο άνθρωπος πρέπει να θεωρείται πάντα συνάμα σαν σκοπός σε όλες τις πράξεις του, είτε αυτές στρέφονται προς τον εαυτό του ,είτε προς άλλα έλλογα όντα.»[15]
   Αν μπορούσαμε να συλλάβουμε όλα τα μέλη της ανθρώπινης κοινότητας να συμπεριφέρεται με γνώμονα αυτήν τη προσταγή, τότε θα αντικρίζαμε την ιδεατή κοινωνία της τέλειας δικαιοσύνης, το κράτος των τελών ή το κράτος των σκοπών σύμφωνα με την ορολογία του Καντ. Μια κοινότητα αυτοσυνείδητων όντων, όπου η προσωπική βούληση εκφράζει την καθολική και όπου ο καθολικός νόμος συνίσταται από τέτοιες προσωπικές βουλήσεις.
   Για να επανέλθουμε από εκεί που ξεκινήσαμε, ο Καντ τονίζει προς το τέλος της παρουσίασης της ηθικής του, πως η πρακτική αναγκαιότητα του να πράττει κανείς σύμφωνα με το καθήκον, δεν προέρχεται από εξωγενείς παράγοντες όπως αισθήματα, ροπές και ορμές, αλλά βασίζεται πάνω στη σχέση των έλλογων όντων μεταξύ τους,  η οποία, συσχετίζει κάθε υποκειμενικό γνώμονα της βούλησης ως καθολικού νομοθέτη, έτσι ώστε ο καθένας μέσα στο βασίλειο των σκοπών να αποτελεί υπήκοο και νομοθέτη παράλληλα.[16] Αυτό μάλιστα δεν γίνεται για κάποιο πρακτικό όφελος, αλλά σύμφωνα με τον ίδιο επιτυγχάνεται χάρη στην ιδέα της αξιοπρέπειας : « Mέσα στο κράτος των σκοπών το κάθε τι έχει μια τιμή είτε μια αξιοπρέπεια. Ό,τι έχει μια τιμή, μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιο άλλο ισότιμο του. Ό,τι όμως είναι υπεράνω κάθε τιμής, και συνεπώς δεν έχει κανένα ισότιμο του, αυτό έχει αξιοπρέπεια.»[17]
   Τα λόγια του Καντ αντηχούσαν καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα  και δεν παύουν ακόμη και σήμερα να αγγίζουν κάποια ευαίσθητη χορδή.


2.1 ΤΟ ΝΙΤΣΕΙΚΟ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ ΣΤΗΝ ΗΘΙΚΗ



   Στον αντίποδα της Καντιανής ηθικής αντιτάχθηκε ένα αιώνα περίπου αργότερα ο Νίτσε (1844-1900). Με το έργο του Γενεαλογία της ηθικής (1887), δεν επιχείρησε απλώς μια συστηματική θεώρηση της ιστορίας της ηθικής, αλλά κυρίως μια μεταξίωση των αξιών, που έχει ως σκοπό την εκ νέου θεώρηση της αξίας των μεταφυσικών εννοιών όπως ο Θεός, η αλήθεια, το καλό και το κακό. Για να το επιτύχει όμως αυτό, πρώτα θα πρέπει να στοιχειοθετήσει τη γενεαλόγησή τους. Για το λόγο αυτό ο Νίτσε εφαρμόζει το γενεαλογικό εγχείρημα μέσα από το οποίο ασκεί δριμεία επίθεση  στην παραδοσιακή ηθική με σκοπό την εκβαράθρωση και επανερμηνεία της.
   Στη πρώτη πραγματεία ο Νίτσε προσπαθεί να τεκμηριώσει ιστορικά και ετυμολογικά ότι το προ-ηθικό νόημα των όρων καλός (αγαθός) και κακός (ταπεινός) αντιστράφηκε από τον Χριστιανισμό με αποτέλεσμα αυτά που κάποτε ήταν συνυφασμένα με την ευγένεια (π.χ. η καταγωγή, η υπερηφάνεια) να σημαίνουν το ηθικά κακό και αυτά που συνδέονταν με την  ταπεινότητα, το ηθικά καλό.[18] Κατόπιν διακρίνει δύο τύπους ηθικής, την ηθική των δούλων και την ηθική των κυρίων. Η μεν πρώτη διέπεται από το συναίσθημα της μνησικακίας (ressentiment)[19] και πρόκειται για μια ηθική συμπόνιας μια αντιδραστική ηθική, σε αντίθεση με την ηθική των κυρίων, η οποία δημιουργεί αξίες και είναι το υπόδειγμα μιας καταφατικής ηθικής.[20]
   Το εκφυλισμένο δείγμα του σύγχρονου ανθρώπου, που πρώτος ο Νίτσε κατονόμασε, αναλώνεται στη μνησικακία απέναντι στη δύναμη και την αξιοπρέπεια που ο ίδιος δεν μπορεί να φτάσει. Παραμένει δέσμιος μιας συλλογικής επιθυμίας, φιλτραρισμένης μέσα από τον χριστιανισμό σε υποκριτική συμπόνια, να καταπνίγει τις όποιες διαφορετικές φωνές μέσα στον αδυσώπητο ωκεανό της μάζας, αντικαθιστώντας έτσι την διαφορετικότητα και την ποικιλομορφία με μία ακίνδυνη ομοιομορφία. Εξισώνοντας με αυτόν τον τρόπο τους πάντες και εξιδανικεύοντας τον ταπεινό και τον ασκητικό βίο, καταστρέφει τελικώς εκείνους που τολμούν να είναι δυνατοί και επιτυχημένοι. Είναι φανερό από τα παραπάνω πως ο Νίτσε επιτίθεται σε όλα τις ηθικά στεγανά της εποχής του και τα θρησκευτικά, κοινωνικά και πολιτικά συστήματα που τα συντηρούσαν, όπως ο Χριστιανισμός, ο Θετικισμός, ο ωφελιμισμός, ο σοσιαλισμός και η δημοκρατία που αποτελούσαν πανάκεια της εποχής του.[21]
   Ο Νίτσε ωστόσο δεν είναι αμοραλιστής, ένας αρνητής της ηθικής, όπως κάποιος θα μπορούσε, ενδεχομένως και κάπως αβίαστα, να παρατηρήσει. Αντιθέτως είναι κάποιος που προσπαθεί να διατυπώσει μια καταφατική ηθική, βασισμένη στο πρότυπο της  «ηθικής κυρίων» και η οποία ακολουθεί το δημιουργικό υπόδειγμα της τέχνης, συμφώνα με το οποίο η ύψιστη κατάσταση στην οποία μπορεί να ανέλθει ένας φιλόσοφος, είναι να σταθεί διονυσιακά απέναντι στην ενθαδική ύπαρξη.[22]
  
2.2 Ο ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ

    Πράγματι, ο Γερμανός φιλόσοφος είχε από νωρίς πάρει θέση στο αρχέγονο δίπολο Διόνυσου-Απόλλωνα ή αλλιώς μεταξύ άλογης, πρωτόγονης δύναμης που εκπροσωπούσε το πνεύμα του Διόνυσου και της αρμονίας και πειθαρχίας του Απόλλωνα, μέσα από τον ορισμό που είχε δώσει για την αρχαία ελληνική τραγωδία ως καθηγητής φιλολογίας στην πρώιμη φάση του.[23]
   Σύμφωνος πάντοτε λοιπόν με το διονυσιακό πνεύμα, απέναντι στον καλλιτεχνικό ήρωα Ζίγκφριντ, της τετραλογίας Το δαχτυλίδι του Νιμπελούγκεν του Βάγκνερ, φίλου και μιας από τις μεγαλύτερες επιρροές του Νίτσε, ο φιλόσοφος αντιτάσσει στο Τάδε Έφη Ζαρατούστρα τον Υπεράνθρωπο, ο οποίος είναι ο άνθρωπος του μέλλοντος, η μη πραγματωθείσα δυναμική του τελευταίου, αγελαίου ανθρώπου που δημιουργήθηκε από τον θάνατο του Θεού. Ο υπεράνθρωπος του Νίτσε δεν έχει κάποιες φανταστικές υπερφυσικές ιδιότητες, αλλά πρόκειται για ένα διανοητικό κατασκεύασμα, απαλλαγμένο από τις αρχές της ευσπλαχνίας, της αμοιβαιότητας και της δημοκρατικής ισότητας που επικρατούν στη κοινωνία και που κατά κανόνα προέρχονται από τη χριστιανική ηθική και την κοσμική εκδοχή της που πρότεινε ο Καντ.[24] Το επιθυμητικό γίνεται τώρα ο μόνος οδηγός, αλλά δεν πρόκειται για μια απλή επιθυμία συντήρησης ενός ευάλωτου ατόμου έρμαιο των ηθικών παραδοχών της «ανθρώπινης» περιόδου. Η βούληση του είναι κοσμογονική, καθώς επιχειρεί να διαπλάσει τον κόσμο σύμφωνα με τις ενοράσεις της δημιουργικής του φαντασίας. Μόνο μέσα από αυτή την ιδέα της δυναμικής επιβολής του απόλυτου Εγώ, πάνω στο φυσικό κόσμο, πραγματώνεται η θεμελιακή ελευθερία, σε αντίθεση με τον Καντ, που αναγνώριζε ως ελευθερία του ατόμου, μόνο την ικανότητα να καθορίζει τη δικιά του βούληση μέσα στον κόσμο και όχι να την επιβάλει σε αυτόν.
 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

   Η Καντιανή ηθική, με κυρίαρχο στοιχείο της, την τέλεση του καθήκοντος ως απόλυτης πρακτικής αναγκαιότητας της ηθικής πράξης,  αποτέλεσε μια από τις ωριμότερες και πληρέστερες εκφράσεις της ηθικής του Διαφωτισμού. Η κριτική που άσκησε στον ευδαιμονισμό που επικρατούσε κατά τον 18ο αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση των ωφελιμιστικών θεωρήσεων που τη χαρακτήριζαν ως τότε.
   Δια μέσου του ηθικού αναστοχασμού κατάφερε να απαλλάξει τον άνθρωπο από κάθε φυσικό περιορισμό, παρέχοντάς του έτσι την δυνατότητα να πράττει ως αυτόνομο ηθικό υποκείμενο, με μόνη απαραίτητη προϋπόθεση την πρωτογενή του ελευθερία.
   Μέσα από διαδοχικές αναδιατυπώσεις της  κατηγορικής προσταγής, ο Καντ θα καταλήξει στην δημιουργία του «κράτους των τελών», της ιδεατής εκείνης κοινωνίας όπου η προσωπική βούληση των πολιτών εκφράζει τον καθολικό νόμο, ο οποίος με τη σειρά του συνίσταται από τέτοιες προσωπικές βουλήσεις, καθιστώντας έτσι τα μέλη αυτής της κοινωνίας υπηκόους και νομοθέτες συγχρόνως.
   Στον αντίποδα της Καντιανής ηθικής, ο Νίτσε έναν αιώνα περίπου αργότερα, θα προσπαθήσει μια μεταξίωση των ηθικών αξιών, μέσω μιας νέας θεώρησης της αξίας των μεταφυσικών εννοιών, όπως ο Θεός, η αλήθεια, το καλό και το κακό και την οποία θα πραγματοποιήσει εφαρμόζοντας το γενεαλογικό εγχείρημα.
   Τεκμηριώνοντας ιστορικά και ετυμολογικά το προ-ηθικό νόημα των όρων καλός και κακός, θα αποδείξει ότι δεν πρόκειται για πραγματικούς ορισμούς των εννοιών αυτών, αλλά για μια αλλαγή παραδείγματος, που ναι μεν ψήγματα της μπορούν να εντοπιστούν στην αρχαία Ελλάδα με τη διδασκαλία του πλατωνικού Σωκράτη και τη μεταστροφή των τραγικών, αλλά κυρίως επετεύχθη χάριν στη διδασκαλία του Χριστιανισμού τον οποίο κάνει φανερό πως αποστρέφεται.[25]
   Στον εκφυλισμένο από μνησικακία και υποκριτική χριστιανική συμπόνια, αγελαίο άνθρωπο, θα αντιπαραβάλει τον δικό του Υπεράνθρωπο, ο οποίος σηματοδοτεί τόσο τον θάνατο του ανθρώπου όπως τον ξέρουμε ως τώρα, αλλά και τον θάνατο του ίδιου του Θεού.[26]
ΒΙΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πρωτότυπα κείμενα

Kant, Ι., Τα Θεμέλια της Μεταφυσικής των Ηθών, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια Γ. Τζαβάρα, Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα 1984, ιδιαιτέρως σελ. 57-97
Nietzsche, F., Γενεαλογία της Ηθικής, Πραγματεία Πρώτη & Δεύτερη, μετάφραση – επιμέλεια Ζ. Σαρίκας, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 34-101.
Βαλλιάνος, Π., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τόμος Γ’, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ. 55-65.
Μαγγίνη, Γκ., «F. Nietzsche: Για μια γενεαλογία της νεωτερικότητας – κριτική, ασκητικό ιδεώδες, μηδενισμός» στο Β. Καλδής (επιμ.), Φιλοσοφία στην Ευρώπη. Κείμενα Νεώτερης και Σύγχρονης Φιλοσοφίας, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, σελ. 229-249.
Ανδρουλιδάκης, Κ., Καντιανή Ηθική. Θεμελιώδη Ζητήματα και Προοπτικές, Ιδεόγραμμα, Αθήνα 2010, ιδιαιτέρως σελ. 57-90. 
 Kenny, Α.,  Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μετάφραση Δ. Ρισσάκη, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σελ. 262-265 και 298-304. 
Leiter, B., Νίτσε και Ηθική. Ένας οδηγός ανάγνωσης, μετάφραση Γ. Λαμπράκος, επιστημονική επιμέλεια Η. Μαρκολέφας, εκδ. Οκτώ, Αθήνα 2009, σελ. 187-261.  







[1] Βαλλιάνος, Π., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τόμος Γ’, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ.55.
[2] Στο ίδιο.σελ.55.
[3] Στο ίδιο, σ.59. και Ι.Κant, Τα θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα 1984, σ.57.
[4] Βαλλιάνος, Π. ο.π. σ.σ.59-60.
[5] Στο ίδιο, σ.60 και Ι.Kant,ό.π. σ. σ.97-98.
[6] Βαλλιάνος, Π. ό.π. σ.57.
[7] Στο ίδιο, σ.57.
[8] Στο ίδιο, σ.61 και   Kenny, Α.,  Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μετάφραση Δ. Ρισσάκη, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σελ.262.
[9] Βαλλιάνος, Π. ο.π. σ.61 και και   Kenny, Α. ό.π. σ.262.
[10] Kenny, Α. ό.π. σ.263.
[11] Στο ίδιο,σ.263 και Βαλλιάνος, Π. ο.π. σ.58.
[12] Kenny, Α. ό.π. σ.263 και Βαλλιάνος Π., ό.π. σ.63.
[13] Ι.Κant, ό.π. σ.71,75 και Kenny, Α. ό.π. σ.263
[14] Kenny, Α. ό.π. σ.263 και  Βαλλιάνος Π., ό.π. σ.63.
[15] [15] Ι.Κant, ό.π. σ.80, Kenny, Α. ό.π. σ.264 και Βαλλιάνος Π., ό.π. σ.64.
[16] Kenny, Α. ό.π. σ.264 και Βαλλιάνος Π., ό.π. σ.64.
[17] Ι.Κant, ό.π. σ.89 και Kenny, Α. ό.π. σ.264-265.
[18] Μαγγίνη, Γκ., «F. Nietzsche: Για μια γενεαλογία της νεωτερικότητας – κριτική, ασκητικό ιδεώδες, μηδενισμός» στο Β. Καλδής (επιμ.), Φιλοσοφία στην Ευρώπη. Κείμενα Νεώτερης και Σύγχρονης Φιλοσοφίας, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, σ.117.
[19] Nietzsche, F., Γενεαλογία της Ηθικής, Πραγματεία Πρώτη & Δεύτερη, μετάφραση – επιμέλεια Ζ. Σαρίκας, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 79

[20]Μαγγίνη, Γκ., ό.π. σ.σ 117-118.
[21] Kenny, Α. ό.π. σ.303.
[22] Μαγγίνη, Γκ., ό.π. σ. 117.
[23] Kenny, Α. ό.π. σ.σ.298-299 και Βαλλιάνος Π., ό.π. σ.231.
[24] Kenny, Α. ό.π. σ.301.
[25] Βαλλιάνος Π., ό.π. σ.σ230-231, 233
[26] Στο ίδιο. σ.σ.239-240

1 comment:

  1. είδα Καντ και μπήκα,ωραίο.Σ'ευχαριστούμε :)

    ReplyDelete