Tuesday, February 20, 2018

Η θεώρηση του ανθρώπινου υποκειμένου στον Ρομαντισμό και η σχέση του με τη φύση και τον θάνατο.

Μια συγκριτική μελέτη πάνω στα κείμενα των Γουέρντσγουερθ : «Έζησε πλάι στην πηγή», «Νάρκη μου σφράγισε το νου» και Σατωμπριάν: «Ο θάνατος της Αταλά»


Toυ Ιωάννη Κατή

John William Waterhouse - Miranda

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος
Ο άνθρωπος και η σχέση του με τη φύση και τον θάνατο στη ρομαντική ποίηση
Συμπεράσματα
Βιβλιογραφία


Πρόλογος

   Με τον όρο ρομαντισμό αποκαλούμε το πιο ισχυρό και γόνιμο πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στην Ευρώπη μετά την Αναγέννηση. Κύρια χαρακτηριστικά αυτού του κινήματος, που αναπτύχθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στην δυτική Ευρώπη, ήταν η απομάκρυνση, τόσο από τα πρότυπα του κλασικισμού, όσο και από τον ορθολογισμό, που ήταν το κυρίαρχο στοιχείο στις ιδέες του Διαφωτισμού.[1]
   Ο ορθολογικός τρόπος σκέψης, φαίνεται να υποχωρεί μπροστά στο συναίσθημα, τη φαντασία, την ονειροπόληση και το μυστήριο. Η λογική, πού είχε αναδειχθεί από τους κλασικούς ως το κυριότερο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης υπόστασης, παραχωρεί τη θέση της στην ευαισθησία. Απέναντι στον τέλειο «honnête home», αντιπαρατίθεται ένα διονυσιακό, ανήσυχο πλάσμα, που σαφώς επηρεασμένο και από τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της εποχής του, με σημαντικότερη τη γαλλική επανάσταση, επαναστατεί ενάντια στον κόσμο και την κοινωνία και βρίσκεται σε μια συνεχή ψυχική ανισορροπία.[2] 
   Κύρια χαρακτηριστικά του νέου αυτού λογοτεχνικού ρεύματος, είναι η στροφή του ανθρώπου προς τη φύση, η οποία δεν αποτελεί παρά ένα καθρέφτισμα του θεϊκού στοιχείου για τους ρομαντικούς.[3] Όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες, πραγματώνονται στο μέγιστο βαθμό μέσα από την επαφή με αυτή.
   Εξίσου σημαντικό ρόλο στη θεματολογία των ρομαντικών συγγραφέων, κατέχουν ο έρωτας, αλλά και ο θάνατος, που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στα έργα τους, καθώς πολλές φορές ο ένας βαδίζει παράλληλα με τον άλλο.
      Στην παρούσα μελέτη, θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε την θεώρηση του ανθρώπινου υποκειμένου στο ρομαντισμό και τη σχέση του με τη φύση, αλλά και με ποιο τρόπο οι ρομαντικοί συγγραφείς αντιλαμβάνονται και βιώνουν τον θάνατο, όπως παρουσιάζεται η εικόνα του στα υπό εξέταση λογοτεχνικά κείμενα.


Ο άνθρωπος και η σχέση του με τη φύση και τον θάνατο στη ρομαντική ποίηση

François-Émile de Lansac, 1803-1890 - Μesollogi


    Στον ρομαντισμό, στο προσκήνιο βρίσκεται ο απλός άνθρωπος,  που ζει εναρμονισμένος κοντά στη φύση. Μέσα από τα προσωπικά τους βιώματα, οι ρομαντικοί συγγραφείς προσπαθούν να εξηγήσουν τον κόσμο γύρω τους, αλλά ακόμα και να διδάξουν, σε μια  προσπάθεια να φέρουν τη λογοτεχνία πιο κοντά στους φυσικούς εμπνευστές των φανταστικών ηρώων των ποιημάτων και των μυθιστορημάτων τους, που προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Χαρακτηριστικό προς αυτό είναι η γλαφυρή φράση του  Ουγκώ (Victor Hugo, 1802-1885) στον πρόλογο των Ενατενίσεων (contemplations 1856), που χαρακτηριστικά αναφέρει : «Αλίμονο! Όταν σας μιλώ για μένα, αναφέρομαι σε σας. Δεν το νιώθετε; Ω! Ανόητε που πιστεύεις ότι δεν είμαι εσύ»[4]  
   Μέσα από έναν άκρατο λυρισμό και με φανερό το στοιχείο της υπερβολής, οι ρομαντικοί συγγραφείς θα υμνήσουν τη φύση και θα αναζητήσουν την ολοκλήρωση του ατόμου στην απλοϊκή βουκολική ζωή μέσα σε αυτή. Ο πιο χαρακτηριστικός ίσως ρομαντικός συγγραφέας που εκφράζει τη νέα αυτή τάση, είναι ο Ουίλιαμ Ουερντσγουέρθ (1770-1850), η ποίηση του οποίου, επηρεασμένη από τη φύση και τους ανθρώπους της ιδιαίτερης πατρίδας του, συνδυάζει τη μεταστροφή του κοινωνικού ενδιαφέροντος στον απλό, καθημερινό άνθρωπο, αλλά και το προσωπικό όραμα και την ατομική εμπειρία, όπως αυτά βιώνονται σε συνθήκες ενατένισης της φύσης.[5]
   Η αναφορά στη φύση, αποτελεί ένα από τα κυριότερα γνωρίσματα του λυρικού ρομαντισμού. Τις περισσότερες φορές, αποτελεί το καταφύγιο του ρομαντικού ποιητή από την απρόσωπη, κοσμοπολίτικη ζωή της πόλης. Ελάχιστοι ποιητές όπως ο Μπάιρον (1788-1824) και ο Αλφρέ ντε Βινιύ (1797-1863) επέμεναν σε μια κοσμοπολίτικη ειρωνεία, που δεν τους επέτρεπε να επιδοθούν σε κάποιου είδους φυσιολατρικό μυστικισμό, με τον δεύτερο μάλιστα να αναζητά την έμπνευση του στις ακρότητες της αστικής ζωής, όπως αργότερα ο Μπωντλαίρ.[6]
   Η φύση ωστόσο, δεν περιορίζεται σε ρόλο παρηγορήτρας φίλης στις απελπισμένες και μελαγχολικές ψυχές των ρομαντικών. Άλλοτε είναι η σκοτεινή άβυσσος, από την οποία πηγάζει η ίδια η ζωή, η πηγή πνευματικής απόλαυσης, αλλά και το μέσο για προσωπική ολοκλήρωση, χάρη στην επαφή του ατόμου με μια ανώτερη πραγματικότητα. Εαυτός και κόσμος γίνονται ένα, απολαμβάνοντας μία σχέση συμβίωσης, η οποία αποφέρει τελικά αυτό που τόσο λαχταρά κάθε ρομαντικό πνεύμα, την ένωση της προσωπικής συνείδησης με την εξωτερική πραγματικότητα. Ο ποιητής παύει απλώς να οικειοποιείται τη φύση και γίνεται πια αναπόσπαστο κομμάτι της.[7] Έχουμε έτσι τον επαναπροσδιορισμό της αισθητικής κατηγορίας του «Υψηλού», από το ευγενικό και το ιδεώδες, σε εκείνο που δηλώνει την υπέρβαση από τα στενά και οικεία όρια του «ωραίου» και παράλληλα εκφράζει το δέος προς την απεραντοσύνη και το μεγαλείο της φύσης.[8]
   Όλοι όμως γνωρίζουμε, πως αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης είναι και ο θάνατος. Τα πάντα γεννιούνται και τα πάντα πεθαίνουν και αυτή η διαπίστωση είναι σαφέστατα πιο έντονη, σε κάποιον που έχει αντιληφθεί την αντικειμενική του θέση, μέσα στην πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου, στην οποία ο ίδιος μετέχει. Γι’ αυτό άλλωστε, ο θάνατος παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στα έργα των ρομαντικών, που εκφράζεται, πότε με τάσεις αυτοκτονίας ως ύψιστη μορφή έκφρασης απόλυτης μελαγχολίας και πότε με αναζήτηση ενός βίαιου θανάτου, που θα τον απαλλάξει από μία αφόρητη, ενδιάμεση κατάσταση φλογερού πόθου, αλλά συνάμα απογοήτευσης και εξαπάτησης.[9]
   Χαρακτηριστική προς την πρώτη περίπτωση, είναι η αυτοκτονία της Αταλά με δηλητήριο την παραμονή του γάμου της, από φόβο μήπως παρασυρθεί ερωτικά πριν το μυστήριο, από το έργο του Σατωβριάνδου (1768-1848) Αταλά, ή οι έρωτες δύο αγρίων μέσα στην έρημο (Αtala ou les amours de deux sauvages, 1801).
   Στο απόσπασμα «ο θάνατος της Αταλά» από το παραπάνω έργο, συναντάμε πολλά χαρακτηριστικά της ρομαντικής γραφής, όπως αυτό της μεταφυσικής σύνδεσης του ανθρώπου, κατά τη στιγμή του θανάτου του, όχι μόνο με τη φύση, αλλά ακόμα και με υπερφυσικές δυνάμεις. Αυτό γίνεται απόλυτα εμφανές στο στίχο

Η φωνή της Αταλά έσβησε. Οι σκιές του θανάτου ξεχύθηκαν γύρω από τα μάτια της και το στόμα της […]μιλούσε σιγανά με πνεύματα.

Βλέπουμε πως τις τελευταίες στιγμές, η Αταλά, τείνει να γίνει ένα με το όλον και αποκτά μεταφυσικές ιδιότητες, που δεν συναντώνται στους υπόλοιπους ανθρώπους.
   Παρόμοια στοιχεία συναντάμε και στο ποίημα «Νάρκη μου σφράγισε το νου» (1800)  του Ουερντσγουέρθ, όταν λέει:

Γυρνά της γης την τροχιά
Με βράχους, πέτρες και χλωρίδα.

Εδώ δεν έχουμε απλώς το στοιχείο της μέθεξης στη φύση και στο μεταφυσικό, αλλά την πραγμάτωση της ένωσης της προσωπικής συνείδησης, με την εξωτερική πραγματικότητα που συναντήσαμε παραπάνω, μιας και το σώμα της κοπέλας βρίσκεται κάτω από τη γη -έχοντας κυριολεκτικά αφομοιωθεί- και γυρνάει στη τροχιά της, ενωμένο με ανόργανα και άλλα οργανικά στοιχειά («βράχους, πέτρες και χλωρίδα»)
   Το συγκεκριμένο ποίημα ξεκινάει με το στίχο «Νάρκη μου σφράγισε το νου», που αντικατοπτρίζει με πολύ όμορφο και ποιητικό τρόπο, την οδύνη του ποιητικού υποκειμένου για το ποιητικό αντικείμενο, την νεαρή κοπέλα, την οποία δεν παραβλέπει να εξιδανικεύσει σύμφωνα με το ρομαντικό ιδεώδες στους αμέσως επόμενους στίχους «σαν πράγμα εκείνη του ουρανού ήταν, που οι χρόνοι δεν τ’ αγγίζαν»
   Το δέος που προκαλεί η εικόνα του υπεδάφους και της κίνησης της γης, σε συνδυασμό με την προσωπική οδύνη του ποιητή, για τον πρόωρο και αναπάντεχο θάνατο της κοπέλας, προκαλούν το αίσθημα του Υψηλού, μπροστά στο οποίο ο αναγνώστης παραμένει εκστατικός.[10]

Daniel F. Gerhartz : Water lilies 

   Στο άλλο ποίημα του Ουερντσγουέρθ, «Έζησε πλάι στην πηγή» (1800), το οποίο ανήκει και αυτό στα «πέντε ποιήματα της Λούσυ», συναντάμε το γνώριμο, εξιδανικευμένο βουκολικό τοπίο που πλαισιώνει το κορίτσι, στους στίχους, «Έζησε πλάι στην πηγή, στ’ άβατα μονοπάτια.» Σε συνδυασμό με την παρομοίωση της κοπέλας, με κρυμμένο άνθος σε άβατο τόπο, στο στίχο «όπως ανθίζουν σε γκρεμό, γούλια μισοκρυμμένα», ο ποιητής υπογραμμίζει την αγνότητα και την απλότητα των ανθρώπων της φύσης. 
   Στην τελευταία στροφή του ποιήματος, συναντάμε το άλλο σημαντικό στοιχείο της ρομαντικής ποίησης, αυτό που έχει να κάνει με την αναφορά στους απλούς ανθρώπους. Έτσι, μέσα από τους στίχους Άγνωστη ζούσε και μικρή κατέβηκε στο τάφο.
Αλίμονο για τη νεκρή και μένα που το γράφω.
,

έχουμε την ανάδειξη του θανάτου μιας αφανούς ύπαρξης, σε μέγιστο δραματικό γεγονός και άξιο ποιητικό αντικείμενο.[11]
   Και τα δύο αυτά ποιήματα, αφορούν το συναίσθημα του ποιητή, που πηγάζει από την ανάμνηση του θανάτου της κοπέλας. Πρόκειται για ένα κατεξοχήν ρομαντικό θέμα που αποτυπώνεται εξίσου γλαφυρά και στο «Αταλά», στο στίχο:
 Λάβε λοιπόν από μένα αυτήν τη κληρονομιά,
H ρομαντικοποίηση του θανάτου και η μεταθανάτια ζωή
αδελφέ μου, και φύλαξε την γι ανάμνηση των συμφορών μας.[12]
   Το θρησκευτικό και συνάμα μεταφυσικό στοιχείο είναι εξίσου διάχυτο σε όλο το έργο του Σατωβριάνδου κάτι που διαφαίνεται σε πολλά σημεία στο συγκεκριμένο απόσπασμα του «Αταλά». Στο στίχο
αλλά έπειτα απ’ αυτή τη ζωή υπάρχει μια άλλη πιο μακρά ζωή,
 έχουμε σαφή αναφορά στην αιώνια μετά θάνατον ζωή, την οποία πρεσβεύει ο χριστιανισμός, ενώ στη συνέχεια, αναφορά γίνεται και στον παρηγορητικό του χαρακτήρα, στο στίχο:
μου δίνει τη δυνατότητα να σ’ εγκαταλείψω,
δίχως να πεθάνω μέσα στις αγωνίες της απελπισίας.
   Τέλος όταν ο συγγραφέας φτάνοντας σχεδόν στην πολυπόθητη Θέωση γράφει με γλαφυρό τρόπο
 «μου φάνηκε πως είδα τον ίδιο τον θεό να παρουσιάζεται από την πλαγιά του βουνού»,
κατορθώνοντας έτσι να ενώσει με μοναδικό τρόπο την αφήγηση του με το υπερφυσικό στοιχείο, προσεγγίζοντας το Θείο, μέσα από μια ενορατική, αποκαλυπτική εικόνα.
   
Συμπεράσματα

Εγωκεντρικός όσο και μελαγχολικός, αλλά και συνάμα αντιφατικός ως επί το πλείστον, ο ρομαντικός συγγραφέας του 19ου αιώνα, εμφανίζεται από τη μια ως υπερβολικά ευαίσθητος και εσωστρεφής εκφραστής της νεωτερικότητας, κατορθώνοντας να γίνει αντικείμενο θαυμασμού και «ηχηρός αντίλαλος» της εποχής του και από την άλλη ως φλογερός, ιδεολόγος επαναστάτης, που ταράζει τα λιμνάζοντα ύδατα των κανόνων που προσπαθεί να επιβάλει η νεοφερμένη στα ηνία της εξουσίας άρχουσα πλέον αστική τάξη.
   Οι κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις της εποχής, θα τον αναγκάσουν να  στρατευτεί στην υπεράσπιση πολιτικών και ανθρωπιστικών ιδεωδών. Σύντομα ωστόσο, θα διαπιστώσει τους διαχωρισμούς ανάμεσα στις προσδοκίες του και την πραγματικότητα και θα κατανοήσει ότι η τεχνική, η οικονομική αλλά και η πολιτική πρόοδος της εποχής του, δεν συνεπάγεται απαραίτητα και την πρόοδο της κοινωνίας σε ηθικό και πνευματικό επίπεδο.
   Αυτή η διαπίστωση έχει πολλές φορές ως αποτέλεσμα την αποξένωση του ρομαντικού συγγραφέα από την κοινωνία. Εξαιτίας των απογοητεύσεων που βιώνει στην καθημερινή πραγματικότητα, αναγκάζεται να αναζητήσει καταφύγιο στο μεγαλείο της φύσης, στο ιστορικό παρελθόν, στις προσωπικές του αναμνήσεις και τη θρησκεία, βυθιζόμενος έτσι ολοένα και περισσότερο στην ονειροπόληση και στη μακάβρια εμμονή του θανάτου.[13]


Μέγεθος εργασίας : 1612 λέξεις 
The Soundtrack:


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Μ. Χ. Άμπραμς, «Ο Σέλλεϋ και ο ρομαντικός πλατωνισμός» (Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων)
Α. Βλαβιανού, Ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2008.
Martin Travers, Εισαγωγή στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία – από τον ρομαντισμό ώς το μεταμοντέρνο, επ. επιμέλεια Τ. Καγιαλής, μτφρ. Ι. Ναούμ, Μ. Παπαηλιάδη, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005.
Δ.Προβατά, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τόμος Β’, εκδ. Ε.Α.Π. Πάτρα 2008.





[1] Δ.Προβατά, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τόμος Β’, εκδ. Ε.Α.Π. Πάτρα 2008, Β’ εκδ.σ.82.
[2] Στο ίδιο, σ. 84 και Martin Travers, Εισαγωγή στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία – από τον ρομαντισμό ώς το μεταμοντέρνο, επ. επιμέλεια Τ. Καγιαλής, μτφρ. Ι. Ναούμ, Μ. Παπαηλιάδη, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005, σ.40 και σσ 53-54.
[3] Martin Travers, o.π. σ.86-87.
[4]. Δ.Προβατά, ό.π, σ.84.
[5] Στο ίδιο, σ.102.
[6] Martin Travers, o.π. σ.85 και Δ.Προβατά, ό.π, σ.103.
[7] Στο ίδιο,σ. 90 και Δ.Προβατά, ό.π., σ.97.
[8] Δ.Προβατά, ό.π, σ.103.
[9] Στο ίδιο. σ. 86.
[10] Στο ίδιο, σ.137.
[11] Στο ίδιο, σ.136.
[12] Στο ίδιο σ.136 και Α. Βλαβιανού, Ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2008,σ.226.
[13] Δ.Προβατά, ό.π., σ.σ. 84-85.