Thursday, December 8, 2011

Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

   Στην εργασία που ακολουθεί, θα εξετάσουμε τις απόψεις των δύο μεγάλων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, πάνω σε ένα ζήτημα επίκαιρο από την εποχή που ο άνθρωπος αναγκαστικά οργανώθηκε στις πρώτες κοινωνίες-πολιτείες, ως και τις μέρες μας, αυτό της δικαιοσύνης. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα σημεία στα οποία φαίνονται να συγκλίνουν ή να αποκλίνουν οι αντιλήψεις των δύο μεγάλων φιλοσόφων. Τέλος αφού αντλήσουμε τα όποια συμπεράσματα, θα κάνουμε μια απόπειρα να εντοπίσουμε με ποιον τρόπο θα μπορούσαν οι στοχασμοί του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη να γονιμοποιήσουν ατομικά και συλλογικά τη σκέψη του σύγχρονου ανθρώπου πάνω στο ζήτημα της δικαιοσύνης.

  1.Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

    Στην αρχή του διαλόγου στην Πολιτεία του Πλάτωνα, ενός έργου που γράφτηκε στην ωριμότητα της ζωής του φιλοσόφου, ο νεαρός Θρασύμαχος υπερασπίζεται σθεναρά το γεγονός ότι «εἶναι τὸ δίκαιον οὐκ ἄλλο τι ἢ τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον»[1] ότι η δικαιοσύνη είναι δηλαδή το συμφέρον του ισχυρότερου. Ορμώμενος λοιπόν από αυτή την θεώρηση της δικαιοσύνης, και οδηγούμενος από την παρότρυνση των υπόλοιπων συνομιλητών, που δεν μπορούν να δεχτούν τις απόψεις ότι η δικαιοσύνη είναι προϊόν συνθήκης και ότι η αδικία θα προτιμούταν από όλους αν είχαν την δύναμη να την διαπράξουν και να διαφύγουν το κίνδυνο, θα προσπαθήσει ύστερα από πρόταση του Γλαύκωνα,  να κάνει μια σύγκριση του δίκαιου και του άδικου. Επειδή όμως κατά τον ίδιο το  Σωκράτη, είναι πιο εύκολο  να δει κανείς οτιδήποτε βρίσκεται απλωμένο σε μια μεγαλύτερη επιφάνεια[2], θα διερευνήσει την απάντηση αυτή μέσα σε μια υποτιθέμενη πολιτεία, ταυτίζοντας την ουσιαστικά με την ψυχή του ανθρώπου, όπως περίπου θα έκανε ένας σύγχρονος επιστήμονας με τη βοήθεια ενός σύγχρονου μικροσκοπίου.
   Στην ιδεατή αυτή λοιπόν πολιτεία, που ως σκοπό έχει την ευδαιμονία όλων των πολιτών και όχι του ατόμου μεμονωμένα[3], το βασικό χαρακτηριστικό που επικρατεί θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η ανισότητα. Οι πολίτες χωρίζονται ιεραρχικά σε τρεις τάξεις, όχι με βάση την καταγωγή τους ή τον πλούτο που διαθέτουν, αλλά αποκλειστικά με βάση του Είναι και της ίδιας τους της φύσης. Έτσι στην κορυφή της ιεραρχίας τοποθετούνται  οι φύλακες φιλόσοφοι βασιλείς, η τάξη των σοφών και γνωστικών που ασκούν την κυβέρνηση. Ακολούθως βρίσκονται οι επίκουροι ,οι ανδρειωμένοι εκείνοι των πολιτών που είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον να προστατεύουν την πόλη από κάθε εξωτερικό ή εσωτερικό κίνδυνο. Τέλος στη βάση της πυραμίδας τοποθετούνται οι δημιουργοί , οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της πόλης και αποτελούν την πολυπληθέστερη τάξη. Οι πολίτες αφού τοποθετηθούν σε αυτές τις τάξεις με μόνο κριτήριο την παιδεία (κυρίως τα μαθηματικά), για την οποία είναι υπεύθυνο το ίδιο το κράτος, κατόπιν δεν μπορούν να αλλάξουν τάξη.
   Το μοντέλο αυτό του Πλάτωνα διόλου δεν είναι τυχαία διαμορφωμένο αλλά βασίζεται στη λογική ανάλυση της ψυχής. Έτσι ο Πλάτων τοποθετεί ως χαρακτηριστικό γνώρισμα σε κάθε τάξη ,ένα από τα τρία μέρη της ψυχής, το λογιστικό που είναι υπεύθυνο για την φρόνηση στην άρχουσα τάξη, το θυμοειδές που είναι υπεύθυνο για την ανδρεία στην τάξη στων επίκουρων και τέλος τη σωφροσύνη που είναι χαρακτηριστικό όλων των τάξεων μα κυρίως των δημιουργών.[4]
  Έχοντας λοιπόν η κάθε τάξη τη δική της αρετή, συνεπάγεται πως το έργο της κάθε μιας εκτελείται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο[5] και  αφήνοντας παράλληλα τις άλλες τάξεις να εκτελέσουν το δικό τους έργο εξίσου καλά, στη πολιτεία επικρατεί οικειοπραγία, που με τη σειρά της οδηγεί στη δικαιοσύνη, αφού βέβαια δε θα μπορούσε κανείς να μη παραδεχθεί ως δίκαιο, να πράττει κανείς αυτό το οποίο είναι από τη φύση του προικισμένος να πράττει καλύτερα.
   Όπως λοιπόν επικρατεί η δικαιοσύνη στη πολιτεία μέσα από την ισορροπία των τριών τάξεων, που όπως ήδη αναφέραμε, φέρει η καθεμία, ένα από τα τρία χαρακτηριστικά μέρη της ψυχής, έτσι επιτυγχάνεται και η δικαιοσύνη στην ψυχή καθαυτή, μέσα δηλαδή από την ισορροπία του λογιστικού, του θυμοειδούς και του επιθυμητικού. Όταν η ψυχή εξουσιάζεται από το λογιστικό και δεν επιτρέπει ο άνθρωπος στα άλλα μέρη της να πράττουν άλλα από τα δικά τους, τότε όλες του οι πράξεις  είτε αφορούν σε δημόσια, είτε ιδιωτικά ζητήματα, χαρακτηρίζονται από δικαιοσύνη και η γνώση που οδηγεί σε αυτήν τη πράξη ονομάζεται σοφία. Αντίθετα όταν αυτή η ισορροπία διαταράσσεται, τότε οι πράξεις χαρακτηρίζονται από αδικία και η γνώμη που οδηγεί σε αυτή διαλυτική πράξη, ονομάζεται αμάθεια.[6]
   Το να ορίζει κανείς την ψυχή του, σύμφωνα με τη φυσική τάξη των πραγμάτων είναι αρετή και η αρετή της ψυχής είναι η δικαιοσύνη ενώ κακία της είναι η αδικία και η κακία μόνο να καταστρέφει μπορεί, συνεπώς ο άδικος άνθρωπος ποτέ δεν θα μπορέσει να είναι ευδαίμων.[7] Βέβαια για να φτάσει κανείς σε αυτό το σημείο δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, αφού προϋποθέτει να κατέχεις την ιδέα του αγαθού, που είναι το πραγματικό αίτιο της γνώσης και της αλήθειας με τις οποίες αν και έχει άμεση συνάφεια, ωστόσο ιεραρχικά είναι κατά πολύ ανώτερη, αφού μια τέτοια γνώση συνεπάγεται πλήρη κατανόηση της ουσίας των πραγμάτων στον ιδεατό κόσμο, με αποτέλεσμα το αγαθό να αποτελεί κάτι ανώτερο τόσο αξιωματικά όσο και σε δυναμική,[8] από την ίδια την ουσία αυτή όπως την αντιλαμβανόμαστε στο κόσμο των αισθητών, αυτών δηλαδή των πραγμάτων που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας και μόνο. Γι’ αυτό λοιπόν το λόγο θα μπορούσαμε να πούμε συμπερασματικά, ο Πλάτων καθιστά υπεύθυνους για τη σωστή διακυβέρνηση της ιδανικής του πολιτείας, τους φιλόσοφους βασιλείς, γιατί αυτοί είναι που κατέχουν την πραγματική γνώση μέσα από τη γνώση του αγαθού της δικαιοσύνης και συνεπώς είναι αυτοί που μπορούν να την αποδώσουν πιο αποτελεσματικά. Δικαιοσύνη όχι εν είδει  κάποιας σύμβασης ή μεσότητας μεταξύ αυτών που αδικούν και αυτών που αδικούνται, αλλά ως πραγματική δικαιοσύνη βασισμένη σε φυσικούς νόμους και με σκοπό πάντοτε την γενικότερη ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών.


2.Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤΗ ΦΙΛΟΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
   Το έργο στο οποίο ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με το ζήτημα της δικαιοσύνης είναι τα Ηθικά Νικομάχεια, ωστόσο αναφορές σχετικά με αυτή γίνονται και σε άλλα έργα του, όπως στα Πολιτικά, τα Ηθικά Μεγάλα και τα Ηθικά Ευδήμεια. Σε αντίθεση όμως με τον Πλάτωνα δεν θα προσπαθήσει να ορίσει τη δικαιοσύνη μέσα από τη δημιουργία μιας ιδεατής πολιτείας, αλλά θα προσπαθήσει να την ορίσει  μέσα στα πλαίσια των ήδη υπαρκτών πολιτευμάτων, τα οποία διακρίνει σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τα ορθά πολιτεύματα, στα οποία η εξουσία ασκείται προς το γενικό συμφέρον της πόλης και τα παρεκβατικά πολιτεύματα στα οποία η εξουσία  εξυπηρετεί τα συμφέροντα εκείνου που την ασκεί. Με κριτήριο τον τρόπο άσκησης εξουσίας, τα διακρίνει σε τρία είδη, α) την βασιλεία ή  μοναρχία, την εξουσία δηλαδή του ενός, β) την αριστοκρατία, την εξουσία δηλαδή των λίγων αρίστων και γ) την πολιτεία, την δημοκρατική εκείνη εξουσία που πηγάζει από το λαό και αποσκοπεί στο συμφέρον του ίδιου. Τα παρεκβατικά τους αντίστοιχα είναι α) της βασιλείας η τυραννίς, η εξουσία της οποίας αποβλέπει στο συμφέρον του μονάρχη, β) της αριστοκρατίας η ολιγαρχία, που αποσκοπεί στο συμφέρον των λίγων και γ) της πολιτείας η δημοκρατία, η αλλιώς η οχλοκρατία που αποβλέπει στο συμφέρον των πολλών απόρων.[9]
   Η δικαιοσύνη σύμφωνα με τον Σταγειρίτη αποτελεί έξη, η οποία πηγάζει από την εσωτερική διάθεση της ψυχής να επιθυμεί να πράττει πάντα το δίκαιο και η οποία αποκτάται έπειτα από επίπονη πρακτική άσκηση και θεωρητική διδασκαλία.[10]Δίκαια θεωρεί όλα αυτά που παράγουν αλλά και διαφυλάσσουν την ευδαιμονία μέσα στην πολιτική κοινωνία. Δίκαιος επίσης είναι αυτός που σέβεται την ισότητα και το ισομοίρασμα των αγαθών, τον ισοπλουτισμό «τὸ μὲν δίκαιον ἂρα τὸ νόμιμον καὶ ἲσον».[11] Έτσι λοιπόν η δικαιοσύνη  αποτελεί για τον ίδιο, τη σημαντικότερη αρετή επειδή αποτελεί εφαρμογή της τέλειας αρετής, τέλεια επειδή είναι η μόνη από τις αρετές που θεωρείται «κάποιου άλλου αγαθό», εφόσον ωφελεί κάποιον άλλο συμπολίτη, εν αντιθέσει με την αδικία που είναι γνώρισμα της κακίας του χείριστου ανθρώπου, μιας και δεν σέβεται τους νόμους και το ισομοίρασμα των αγαθών και που ασκεί αυτή την κακία σε βάρος του εαυτού του και των συμπολιτών του.[12]
   Πέρα από αυτά όμως προχωράει και σε πιο λεπτομερειακές και αναλυτικές προσεγγίσεις της δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις οποίες μια πράξη για να χαρακτηριστεί δίκαια ή άδικη θα πρέπει να είναι εκούσια και όχι ακούσια,  αλλά και να έχει και προαιρετικό χαρακτήρα. Συνεπώς μια δίκαιη ή άδικη πράξη δεν μπορεί να είναι προϊόν επιβολής εξωτερικών παραγόντων, είτε χωρίς τη θέληση του ατόμου που την ασκεί, παρά προϊόν προαίρεσης ως προσωπικής επιλογής του και ως αποτέλεσμα λογικής διεργασίας. Ακολούθως, άδικος είναι κάποιος που αδικεί από πρόθεση και όχι από άγνοια, κάνοντας έτσι ένα διαχωρισμό μεταξύ εκούσιου και ακούσιου αδικήματος. Κατακριτέο είναι μόνο εκείνο το αδίκημα που πραγματοποιείται με τη θέληση μας, σε κάθε άλλη περίπτωση αυτό θεωρείται καθαρά συμπτωματικό. Αντλώντας από τα παραπάνω ο φιλόσοφος κάνει μια πολύ σημαντική επισήμανση αναφορικά με το άδικο και το αδίκημα. Άδικο θεωρείται κάτι πριν γίνει πράξη, για να θεωρηθεί αδίκημα θα πρέπει να έχει προηγηθεί  πράξη και μάλιστα εκούσια, αλλιώς παραμένει άδικο. [13]
   Ο Αριστοτέλης θεωρεί το δίκαιο το ύψιστο πολιτικό αγαθό το οποίο συνιστάται στο κοινό συμφέρον[14]. Σε αντίθεση με τον Σωκράτη υποστηρίζει το δικαίωμα διεκδίκησης της εξουσίας από όλες τις τάξεις μη δεχόμενος αμφισβητήσεις περί των πολιτικών αξιωμάτων εξ’ αιτίας οποιασδήποτε ανισότητας μιας και η ανεπάρκεια ενός συγκεκριμένου αγαθού σε κάποιον, θα μπορούσε κάλλιστα να ισοσταθμιστεί αν όχι να υπερκεραστεί από την υπεροχή του σε κάποιο άλλο. Παρόλο αυτά ενώ η πόλη χρειάζεται όλους τους πολίτες απαραιτήτως, για να διατηρήσει και τον χαρακτήρα της πολλότητας που οφείλει να την διακρίνει και που την ξεχωρίζει από εκείνη της πολιτείας του Πλάτωνα, το ίδιο απαραιτήτως χρειάζεται τη δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή, γιατί ούτε πόλη υπάρχει χωρίς πολίτες, ούτε όμως και σωστή διακυβέρνηση χωρίς τα παραπάνω.[15] Βέβαια ο Αριστοτέλης δεν παραβλέπει το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν να ταυτίζονται οι έννοιες «αγαθός ανήρ» και «σπουδαίος πολίτης»[16] εξαιτίας της σχετικότητας των πολιτευμάτων. Αυτό ωστόσο δεν αναιρεί το γεγονός ότι ιδανική πόλη θα είναι εκείνη που μπορεί να συγκεράσει τις παραπάνω έννοιες χωρίς τον κίνδυνο αντίφασης η ασυμβατότητας. Συνεπώς οι αρχές της πολιτικής συνύπαρξης υπόκεινται σε εκείνες της ηθικής.[17]
   Μέσο για την πραγμάτωση όλων  αυτών είναι ασφαλώς η παιδεία που πρέπει να είναι επιφορτισμένη με το έργο της προετοιμασίας των πολιτών, χρησιμοποιώντας ως βασικό εργαλείο για την εκπαίδευση των νέων, τον εθισμό ως προϋπόθεση απόκτησης συνείδησης δικαίου.
   Ο Αριστοτέλης επηρεασμένος από τη Σωκρατική διδασκαλία για την δικαιοσύνη, την εντάσσει στο σύστημα αξιών που ως κοινό παρανομαστή έχουν τη μεσότητα. Έτσι λοιπόν αυτές οι αρετές (ανδρεία, τιμιότητα, φιλία με κορυφαία εξ’ αυτών την δικαιοσύνη) ορίζονται ως το μέσο ανάμεσα σε δύο κακές ακρότητες, την υπερβολή και την έλλειψη. Η ηθική αρετή είναι πράξη και συναίσθημα με «μέσον», ενώ η κακία με «πλεῖον καὶ ἔλαττον». Προσοχή όμως, σε καμία περίπτωση το μέσο δεν θα πρέπει να λογιστεί εδώ ως μέσος όρος, μιας και αποτελεί ηθική «ακρότητα» πολύ δύσκολη να πραγματωθεί, όπως επίσης προσοχή πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι αυτή η μεσότητα είναι σχετική προς εμάς και όχι ίδια για όλους, διαφέροντας ως προς τα άτομα και τις περιστάσεις, γεγονός που την κάνει και εξαιρετικά δύσκολη να επιτευχθεί.[18] Στην πραγματικότητα η επίτευξη του ηθικού μέσου πραγματώνεται μόνο υπό την προϋπόθεση της γνώσης του ηθικού αγαθού.
   Αναφορικά με αυτή, ο Αριστοτέλης διαφωνεί με την θεϊκή  προέλευση που της αποδίδει ο Πλάτωνας. [19]Αντιθέτως πιστεύει ότι αυτή η γνώση μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τον λεγόμενο θεωρητικό βίο, εκείνον δηλαδή της συνεχούς εξάσκησης  της θεωρητικής γνώσης. Ο βίος αυτός υιοθετείται από κάποιον απόλυτα αυτάρκη άνθρωπο, που μπορεί να ζήσει χωρίς ανάγκη για φίλους και ο οποίος μέσα από την κατοχή της γνώσης που του προσφέρει η δραστηριότητα της θεωρίας δύναται να απολαύσει την ηδονή, την ύψιστη δυνατή ευδαιμονία που θα τον φέρει σε γειτονία με τις δυνατότητες του ίδιου του θεού. Απαλλαγμένος από ηθικές έξεις, χωρίς να υπόκειται στη τύχη και χωρίς ανάγκη για ανάπαυλα, η θεωρία αποτελεί την πιο ευχάριστη ενασχόληση που ταιριάζει στο ανθρώπινο ον. Άλλωστε καταλήγει ο Αριστοτέλης, η θεωρία αναφέρεται στα αιώνια όντα και όχι στα ανθρώπινα επισφαλή πράγματα.[20]

3.ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ ΗΘΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

    Έχουμε συναντήσει ως τώρα κάποιες βασικές ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές στις αντιλήψεις των δύο φιλοσόφων αναφορικά με την δικαιοσύνη. Στο σημείο αυτό θα ήταν σκόπιμο να εξετάσουμε ένα μείζον θέμα που αφορά τη σχέση ηθικής και πολιτικής στην αρχαιοελληνική σκέψη.
   Έχει γίνει εμφανές ότι η ηθική και των δύο φιλοσόφων είναι βασισμένη στον ακρογωνιαίο λίθο της ηθικής του ευδαιμονισμού. Το ανώτατο αγαθό για τον Πλάτωνα ή ο σκοπός της ανθρώπινης ζωής για τον Αριστοτέλη, είναι η ευδαιμονία. Ωστόσο οι διαδρομές που ακολουθούν είναι τελείως διαφορετικές. Ο Πλάτων αποβλέπει στην ευδαιμονία της πόλης ως σύνολο, που επιτυγχάνεται μέσα από την ευδαιμονία της κάθε τάξης  χωριστά, σύμφωνα πάντα με τη φύση της. Αντιθέτως ο Αριστοτέλης έχει κατανοήσει, ότι σκοπός της ύπαρξης κάθε ατόμου αλλά και της πόλης ως σύνολο δεν είναι μόνο το  ζῆν, αλλά το εὖ ζῆν, θεωρώντας την ευδαιμονία του ατόμου ως βασικό στόχο της ύπαρξης της πόλης. Αν και εξετάζουν και οι δύο την πόλη ως κοινότητα, ωστόσο ο Πλάτωνας αναγκάζεται να δημιουργήσει εκ του μηδενός την ιδανική πολιτεία ενώ ο Αριστοτέλης λειτουργώντας επαγωγικά βασίζεται σε υπαρκτά συστατικά της κοινωνίας για να συνθέσει την ιδανική αυτή πολιτεία.  Οι έννοιες της δικαιοσύνης, της παιδείας του κοινού συμφέροντος είναι παρούσες, σε διαφορετικό βαθμό βέβαια, στη σκέψη και των δύο φιλοσόφων, όπως και η απαίτηση για ηθική αρετή, τόσο από τους άρχοντες, όσο και από τους πολίτες των άλλων τάξεων.
   Τέλος και οι δύο διακρίνουν μια διαίρεση σε ψυχολογικό επίπεδο η οποία αντανακλά βασικές ιδέες της πολιτικής τους θεωρίας. Για τον Πλάτωνα τα μέρη της ψυχής είναι τρία, ανάλογα των τριών τάξεων της ιδανικής πολιτείας, ενώ για τον Αριστοτέλη η ψυχή συνίσταται από δύο διαφορετικά μέρη το άρχον και το αρχόμενο, εξίσου αντίστοιχα των συστατικών των κοινωνιών που εξετάζει.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 Στους στοχασμούς των δύο φιλοσόφων μπορεί κανείς να διακρίνει στοιχεία που φθάνουν ακόμα μέχρι και τις μέρες μας, τόσο αναφορικά με το δίκαιο και τη δικαιοσύνη αλλά και με την οργάνωση της κοινωνίας, ιδιαίτερα αυτές του Αριστοτέλη, που θα μπορούσε κάποιος να πει ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες τους οφείλουν πολλά.[21]
   Ένα σύνηθες και βασικό μειονέκτημα που καταλογίζει ο σύγχρονος μελετητής στο έργο του Πλάτωνα, είναι ότι οι αντιλήψεις του για τη δικαιοσύνη αφορούν σε μια ουτοπική πολιτεία. Ξέρουμε βέβαια πως κάτι τέτοιο δεν είναι απολύτως αληθές μιας και ο ίδιος ο Πλάτων προσπάθησε να εγκαταστήσει αυτό το ιδανικό πολίτευμα στις Συρακούσες επί κυβερνήσεως Διονυσίου του Πρεσβύτερου (388 π.Χ) αλλά απέτυχε. Ο βασικός λόγος της αποτυχίας του πολιτειακού συστήματος του Πλάτωνα, έγκειται στη δυσκολία να εντοπίσει ικανά άτομα να στελεχώσουν την τάξη των φιλοσόφων βασιλιάδων, αυτά τα δύο είναι κάτι που συνδυάζονται σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις. Παράλληλα η πολιτεία του Πλάτωνα προϋποθέτει ένα σύστημα παιδείας το οποίο θα είναι ικανό να διαπιστώνει αλάνθαστα την ψυχολογική ταυτότητα ενός ανθρώπου, κάτι το οποίο ακόμα και σήμερα δεν γνωρίζουμε πόσο εφικτό μπορεί να είναι. Επίσης προϋποθέτει, ότι η ψυχολογική κλίση κάποιου δεν μπορεί να αλλάξει αργότερα[22], κάτι που όμως η επιστήμη της ψυχολογίας σήμερα φαίνεται να αποδέχεται.
   Από την άλλη η εξατομίκευση των μελών μιας πολιτείας μπορεί πολύ εύκολα να οδηγήσει σε αποξένωση και σε ατομιστικές και παραβατικές συμπεριφορές, μιας και με την κάλυψη του όχλου, ειδικά όταν η δημοκρατία  εκπίπτει στο παρεκβατικό της αντίστοιχο την οχλοκρατία, είναι πολύ εύκολο ο πολίτης να ολισθήσει σε τέτοιες, διαπράττοντας μάλιστα τη μέγιστη αδικία, να περάσει απαρατήρητος και ατιμώρητος. Ειδικά στην εποχή που διανύουμε οι σύγχρονες δημοκρατίες έχουν πληθώρα τέτοιων παραδειγμάτων.
   Ίσως λοιπόν για το γενικό καλό του συνόλου, είναι απαραίτητο καμία φορά, η προτεραιότητα της πολιτείας να δίνεται στην ίδια την πολιτεία και όχι στον πολίτη χωριστά. Κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα τη σύσφιξη των δεσμών μεταξύ της κοινωνίας και την καλύτερη οργάνωση και λειτουργία της μέσα από αξιοκρατικούς θεσμούς και διαφάνεια, αφού όλοι θα εργάζονται πρώτα επ’ ωφελεία του συνόλου και κατόπιν για ίδιον όφελος. Όταν όμως συμβαίνει αυτό, θα πρέπει να είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι δεν πρόκειται να καταπατηθεί κανένα από τα ανθρώπινα δικαιώματα του πολίτη και ότι η ωφέλεια του κοινωνικού συνόλου είναι υπεράνω οιασδήποτε προσωπικής ή ομαδικής  αξιώσεως και φιλοδοξίας , ώστε να μην κινδυνέψει η πολιτεία να εκπέσει σε ένα εκ των δύο έτερων παρεκβατικών πολιτευμάτων, την  τυραννία και την ολιγαρχία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


1)     «Παράλληλα Κείμενα» για τη Θεματική Ενότητα ΕΠΟ 22, Πάτρα ΕΑΠ 2006.
2)     Μανιάτης, Γ, Σύντομη εισαγωγή στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ΕΑΠ. Πάτρα 2008
     
Πρωτότυπα Κείμενα


1)  Πλάτων, Πολιτεία (μετάφραση Νικόλαος Μ. Σκουτερόπουλος). Αθήνα: Πόλις, 2002, βιβλίο Α ολόκληρο, βιβλίο Δ από 472b  ως το τέλος, βιβλίο Ε από 477a ως το τέλος, και ολόκληρο το βιβλίο ΣΤ (ή Ϛ).
2) Αριστοτέλης,  Ηθικά Νικομάχεια (μετάφραση Δ.Λυπουρλής). Θεσσαλονίκη: Ζήτρος 2006, βιβλίο Α ολόκληρο, βιβλίο Β από την αρχή ως 1105 b 18, βιβλίο Ε από την αρχή ως 1134a17.
3) Αριστοτέλης, Πολιτικά, βιβλίο Γ, κεφ.  9 – 13, 1280 a – 1283 a 23..




[1] Πλάτων, Πολιτεία 338c
[2] Στο ίδιο 368d
[3] Μανιάτης, Σύντομη εισαγωγή στην Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008,σ.36
[4] Στο ίδιο σ.36
[5] Η Ελληνική φιλοσοφία από την Αρχαιότητα έως τον 20 αιώνα,τομος Ά,Ε.Α.Π,Πάτρα 2002,σ.153
[6] Πλάτων, ο.π 444β

[7] Στο ίδιο 354a
[8] Στο ιδιο  509b
[9] Μανιάτης, ο.π. σ.48-49
[10] Αριστοτέλης Ηθικά Νικομάχεια 1129a και  Μανιάτης ο.π. σ.47-48
[11] Στο ίδιο 1129b
[12] Στο ίδιο1130a
[13] Στο ίδιο 1135a
[14] Αριστοτέλης Πολιτικά 1282 b
[15] Στο ίδιο 1283a
[16] Αριστοτέλης Ηθικά Νικομάχεια 1130b
[17] Η Ελληνική Φιλοσοφία από την Αρχαιότητα έως τον 20ο αι. ο.π σ.207
[18] Στο ίδιο σ.207 και Μανιάτης.
[19] Πλάτων, Πολιτεία 493a
[20] Η Ελληνική Φιλοσοφία από την Αρχαιότητα έως τον 20ο αι. ο.π σ209
[21] Στο ίδιο σ.209
[22] Στο ίδιο σ.152

No comments:

Post a Comment