Sunday, January 22, 2017

Συγκριτική μελέτη πάνω στις απόψεις των Γκίντενς και Μπάουμαν σχετικά με τις επιπτώσεις της Νεωτερικότητας και Μετανεωτερικότητας στα άτομα και τις κοινωνίες


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Η Αναστοχαστικότητα στο επίκεντρο της κοινωνιολογικής σκέψης του Γκίντενς ως κύριο χαρακτηριστικό της Νεωτερικότητας

1.1 Η νεωτερικότητα και οι διαστάσεις της στο θεσμικό πλαίσιο

1.2 Η ταυτότητα του ατόμου στη νεωτερικότητα

2. Νεωτερικότητα και Μετανεωτερικότητα στη σκέψη του Μπάουμαν

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ






ΕΙΣΑΓΩΓΗ

   Στην παρούσα εργασία θα εξετάσουμε τις απόψεις για τη νεωτερικότητα και μετανεωτερικότητα δύο εκ των σημαντικότερων κοινωνιολόγων και θεωρητικών της μεταπολεμικής περιόδου, οι οποίοι έχουν αφήσει το στίγμα τους στην εξέλιξη της σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας. Πρόκειται για τους Άντονυ Γκίντενς (Anthony Giddens) και  Ζίγκμουντ Μπάουμαν (Zygmunt Bauman).
   Στο πρώτο μέρος θα παρουσιάσουμε την προσπάθεια του Γκίντενς για μια «μεγάλη σύνθεση» στην κοινωνική θεωρία κατά την περίοδο  της νεωτερικότητας και πως αυτή διαφοροποιείται, κυρίως μέσα από την γενικευμένη δυνατότητα αναστοχασμού που την χαρακτηρίζει, από την προηγούμενη ιστορική κατάσταση, που δεν είναι άλλη από την παραδοσιακή κοινωνία. Στο δεύτερο μέρος θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε την ανάλυση του Μπάουμαν για την νεωτερικότητα και κυρίως την εναλλακτική οπτική γωνία που προσφέρει μέσα από την αφήγηση του, εστιάζοντας σε ορισμένες όψεις της σύγχρονης ζωής και τις βασικές αλλαγές που συνέβησαν σε αυτές κυρίως μεταπολεμικά, οι οποίες, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, σηματοδοτούν τις απαρχές της μετανεωτερικής κοινωνίας.


1. Η Αναστοχαστικότητα στο επίκεντρο της κοινωνιολογικής σκέψης του Γκίντενς ως κύριο χαρακτηριστικό της Νεωτερικότητας.

1.1 Η νεωτερικότητα και οι διαστάσεις της στο θεσμικό πλαίσιο

   Όπως ήδη αναφέραμε στην εισαγωγή, η νεωτερικότητα ορίζεται πάντοτε σε συνάρτηση με την προηγούμενη περίοδο στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης του δυτικού κόσμου και αναφέρεται στους τρεις τελευταίους αιώνες της πορείας αυτής. Βεβαίως δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο γεγονός ή χρονικό όριο για τον Γκίντενς που να σηματοδοτεί το τέλος της παραδοσιακής κοινωνίας και την «εκκίνηση» της νεωτερικότητας. Αυτό που είναι σίγουρο είναι πως ακολουθώντας αυτήν ακριβώς την ιστορική εξέλιξη, η οποία συντελέστηκε με ραγδαίους ρυθμούς ιστορικής και κοινωνικής μεταβολής συνεπικουρούμενη και από τα οφέλη της σύγχρονης τεχνολογίας, η νεωτερικότητα ξεπέρασε τα όρια του λεγόμενου δυτικού κόσμου και παγκοσμιοποιήθηκε.[1]
  Αυτός ο ραγδαίος ρυθμός ιστορικής αλλαγής στις νεωτερικές κοινωνίες σε σχέση με τις προνεωτερικές, είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας που όπως άλλωστε δηλώνει και ο όρος λατρεύει το νέο, το καινούριο, το σύγχρονο και το διαφορετικό. Τα πάντα βρίσκονται σε μία συνεχή μεταβολή σύμφωνα με τον Γκίντενς, ο χώρος, ο χρόνος ακόμα και οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις και πρακτικές, οι οποίες δεχόμενες την επιρροή από τις νέες μορφές γνώσης που εμφανίζονται διαρκώς, τελούν υπό μια αναστοχαστική αναδιάταξη, δημιουργώντας νέες μορφές ταυτότητας (self-identity) και οικειότητας (intimacy) στο ήδη διευρυμένο πεδίο των προσωπικών επιλογών που προσφέρεται στις νεωτερικές κοινωνίες. Αυτή η γενικευμένη δυνατότητα του αναστοχασμού είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της νεωτερικότητας και αυτό που την ορίζει και τη διαφοροποιεί  από προηγούμενες ιστορικές περιόδους.[2]
   Ο χώρος και ο χρόνος στις παραδοσιακές κοινωνίες, φαίνονται να είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, θεμελιωμένες στην εντοπιότητα του χώρου και την κυκλικότητα του επαναλαμβανόμενου χρόνου των φυσικών και κοινωνικών συμβάντων. Αντίθετα στη νεωτερικότητα οι δύο αυτές διαστάσεις αποσυνδέονται κυρίως μέσα από την ποσοτικοποίηση και τον ακριβή προσδιορισμό του χρόνου αλλά και την πλήρη χαρτογράφηση του χώρου σε παγκόσμια κλίμακα.[3]
   Η αναστοχαστικότητα ωστόσο είναι ίσως το βασικότερο συστατικό της νεωτερικότητας σύμφωνα με τον Γκίντενς, στο βαθμό που ο στοχασμός πάνω στην ίδια τη φύση του στοχασμού γίνεται απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης. Οι κοινωνικές πρακτικές βρίσκονται υπό συνεχή εξέταση και αναδιαμόρφωση καθώς αυξάνεται η πληροφόρηση και η γνώση μας γύρω από αυτές[4], με αποτέλεσμα ακόμη και παραδοσιακές πρακτικές που επιβιώνουν στις μετανεωτερικές κοινωνίες (π.χ. θρησκευτικές) να μεταβάλλονται και να προσλαμβάνουν το νέο τους νόημα μέσα στην αναστοχαστικότητα του μοντέρνου.[5]    Για τον Γκίντενς η διαρκής αμφισβήτηση του δεδομένου και του παραδοσιακού είναι εγγενές χαρακτηριστικό των νεωτερικών κοινωνιών. Συνεπώς η αμφισβήτηση των θεμελίων της νεωτερικότητας ανήκει στην παράδοση της, που δεν είναι άλλη από την παράδοση του Διαφωτισμού και δεν την αναιρεί. Συνολικά τα προτάγματα του Διαφωτισμού (Άνθρωπος, Λόγος, Ιστορία) ορίζουν ακόμη την κοινωνική ζωή και μέσα από αυτά παράγεται η αυτό-υπονόμευσή τους σύμφωνα πάντα με το πνεύμα της νεωτερικότητας που χαρακτηρίζεται από το τέλος του θεμελιωτισμού[6] και το τέλος της ιστορίας ως «μεγάλης αφήγησης» (grand narrative)[7], χωρίς βεβαίως να αποκλείεται η μελλοντική τους υπέρβαση αφού και η νεωτερικότητα δεν είναι παρά  μια ιστορικά συγκεκριμένη κατάσταση.
   Μια ακόμη εξίσου σημαντική διάσταση σε θεσμικό επίπεδο, είναι η ανάδυση του έθνους-κράτους και των μεταξύ τους σχέσεων. Οι δυνατότητες συντονισμού και ελέγχου είναι πολύ μεγαλύτερες από κάθε προηγούμενο προνεωτερικό πολιτισμό. Τα καπιταλιστικά κράτη, ακόμη και τα πιο μικρά εθνικά κράτη, μπορούν να συσσωρεύουν υπέρογκο πλούτο και στρατιωτική ισχύ, κάτι που ήταν αδύνατον στο παρελθόν ακόμα και για τις  μεγάλες αυτοκρατορίες. Η νεωτερικότητα συνεπώς είναι φορέας μίας πρωτόγνωρης ως τώρα δυναμικής σε τέτοιο βαθμό, ώστε να σηματοδοτεί μια ριζική τομή με τις παραδοσιακές κοινωνίες.[8]
   Ιδιαίτερη θέση στην ανάλυση του Γκίντενς κατέχει όπως έχουμε ήδη δει η παγκοσμιοποίηση. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μια ομοιογενής διαδικασία, αλλά μια σειρά ετερόκλητων κοινωνικών-οικονομικών-πολιτικών-πολιτισμικών διαδικασιών, οι οποίες εμφανίζονται με διαφορετική μορφή και σε διαφορετική χρονική περίοδο σε κάθε χώρα. Το βασικό όμως είναι πως οι ζωές των ανθρώπων σε ολόκληρο τον πλανήτη ουσιαστικά συνδέονται μεταξύ τους, υπερβαίνοντας τις όποιες εθνικές, πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές διαφορές.[9]

1.2 Η ταυτότητα του ατόμου στη νεωτερικότητα
  
   Είδαμε ως τώρα την ανάλυση του Γκίντενς για τη νεωτερικότητα σε επίπεδο ορισμών βασικών εννοιών όπως του χώρου, του χρόνου αλλά και των θεσμών. Στη συνέχεια θα δούμε τι πιστεύει ο ίδιος για την ταυτότητα του ατόμου και τις επιλογές τους στις νεωτερικές κοινωνίες. Στις παραδοσιακές κοινωνίες οι πράξεις των ανθρώπων δεν χρειάζεται να αναλυθούν σε μεγάλο βαθμό γιατί το εύρος των επιλογών είναι πεπερασμένο καθώς αυτό καθορίζεται από την παράδοση και τις συνήθειες της εκάστοτε κουλτούρας και τη θέση του καθενός στην κοινωνική ιεραρχία. Στις νεωτερικές κοινωνίες το εύρος των επιλογών των ατόμων καθορίζεται από το νομοθετικό πλαίσιο αλλά και την οικονομική κατάσταση των υποκειμένων.
      Στη νεωτερικότητα οι άνθρωποι καλούνται όχι μόνο να επιλέξουν τρόπους ζωής μέσα από μια πληθώρα επιλογών, ώστε να κατασκευάσουν οι ίδιοι τις ταυτότητες/βιογραφίες τους συνθέτοντας διασκορπισμένα ασύνδετα και αντιφατικά κομμάτια και παίρνοντας καθημερινά ρίσκα με τις επιλογές τους αυτές, αλλά και να αναστοχάζονται διαρκώς πάνω στις συνέπειες των επιλογών τους.[10] Εντέλει η ταυτότητα του εαυτού μας στις νεωτερικές κοινωνίες δεν είναι μια σταθερή και δεδομένη κατάσταση (όπως στις παραδοσιακές), αλλά μια συνεχής αναστοχαστική αυτο-κατανόηση του υποκειμένου και της βιογραφίας του, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της καθημερινής ζωής με εφαρμογή τόσο στις σημαντικές όσο και στις καθημερινές επιλογές του.[11] 
   Η συνεχής προσπάθεια αυτοβελτίωσης του υποκειμένου έχει αντίκτυπο και στις διαπροσωπικές και κυρίως ερωτικές σχέσεις στις οποίες αναζητούμε πολύ περισσότερα και ουσιαστικά πράγματα απ’ ότι τα άτομα στις παραδοσιακές κοινωνίες. Οι σχέσεις φιλίας και έρωτα αλλάζουν εξίσου στον μοντέρνο κόσμο καθώς αυτές δεν θεμελιώνονται σε παραδοσιακούς κώδικες και αξίες αλλά σε μια έννοια αμοιβαίας μοναδικότητας. Η εμπιστοσύνη δεν είναι πλέον δεδομένη, αλλά πρέπει να αναπτυχθεί ως διαδικασία αμοιβαίας αυτό-αποκάλυψης των ατόμων.
    Η θρησκεία συνεχίζει να υφίσταται στις νεωτερικές εκκοσμικευμένες κοινωνίες ως σύστημα εμπιστοσύνης παρά την δεδομένη της αντίφαση με την αναστοχαστικότητα, γιατί απαντάει στις μεταφυσικές ανησυχίες των ατόμων. Παρολαυτά, η έννοια του κινδύνου ή της διακινδύνευσης (ρίσκο), δεν κατέχει πλέον τη θεϊκή υπόσταση που κατείχε στις προνεωτερικές κοινωνίες. Αντιθέτως αφορά σε μια εκκοσμικευμένη διακινδύνευση προερχόμενη από την ανθρώπινη δραστηριότητα και όχι από τη φύση ή από θεϊκές δυνάμεις.[12]


2. Νεωτερικότητα και Μετανεωτερικότητα στη σκέψη του Μπάουμαν

   Η φήμη του Μπάουμαν έχει συνδεθεί κυρίως με την ανάλυση της μετα-νεωτερικότητας. Ο ίδιος έχει τοποθετηθεί σαφώς ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπέρ μιας κοινωνιολογίας της μετα-νεωτερικότητας παρά μιας μεταμοντέρνας κοινωνιολογίας.[13] Αντιλαμβάνεται τη μετα-νεωτερικότητα σε απόλυτη συνάφεια με τη νεωτερικότητα ή αλλιώς μια νεωτερικότητα χωρίς αυταπάτες.[14]
   Μια από τις σημαντικότερες διαφοροποιήσεις της νεωτερικότητας και μετανεωτερικότητας για τον Μπάουμαν, έγκειται στο ότι η μεν πρώτη αποτελεί μια «κοινωνία της παραγωγής»  όπου οι άνθρωποι ορίζονται πρωτίστως είτε ως εργαζόμενοι είτε ως προσωρινά άνεργοι (στην ουσία ένα εφεδρικό ανθρώπινο -εν δυνάμει εργατικό- δυναμικό), ενώ η δεύτερη αποτελεί μια «κοινωνία της κατανάλωσης», όπου ο άνθρωπος ορίζεται απλά ως καταναλωτής. Οι άνεργοι δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως εφεδρικό δυναμικό αλλά ως κακοί καταναλωτές, ενώ η συλλογικότητα των εργαζομένων αντικαθίσταται από μια «καταναλωτική κουλτούρα εξατομίκευσης» Το πέρασμα από την κυριαρχία της παραγωγής στην κυριαρχία της κατανάλωσης συνεπάγεται και το πέρασμα από το κοινωνικό μοντέλο του πειθαρχημένου «παραγωγού/στρατιώτη» σε έναν αισθησιο-συλλεκτικό καταναλωτή, καθώς ο καταναλωτισμός σύμφωνα και με τον Μπωντριγιάρ (Baudrillard), έχει πρωτίστως να κάνει με την έξαψη και τη σαγήνη που μας προκαλεί το ενδεχόμενο μιας νέας και πρωτόγνωρης αίσθησης και όχι με την επιθυμία να αποκτούμε και να κατέχουμε όλο και περισσότερα πράγματα. Οι καταναλωτές είναι προπάντων συλλέκτες αισθήσεων και εμπειριών και δευτερευόντως συλλέκτες πραγμάτων.[15]
   Για τον Μπάουμαν η νεωτερικότητα αντιπροσωπεύει την απόρριψη του υφιστάμενου κόσμου και την αποφασιστικότητα για την αλλαγή του. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής έγκειται στην ιδεοληπτική και ψυχαναγκαστική αλλαγή αυτού που «απλώς υπάρχει» γι’ αυτό που θα μπορούσε και συνεπώς οφείλει να πάρει τη θέση του. Η σύγχρονη κατάσταση είναι αυτή της αέναης κίνησης ενώ η επιλογή περιορίζεται μεταξύ εκσυγχρονισμού και αφανισμού. Η νεωτερικότητα είναι γι’ αυτόν η αδυνατότητα να παραμείνεις στη θέση σου. Το να είσαι νεωτερικός σημαίνει να κινείσαι συνεχώς. Η μετανεωτερικότητα όχι μόνο δεν εναντιώνεται σε αυτή τη νεωτερική λογική, αλλά την αναπτύσσει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό. Όπως έχει δείξει στην τριλογία του Liquid Modernity (2000), Liquid Love (2003) και Liquid Life (2005) o πολιτισμός της ρευστής νεωτερικότητας δεν αποτελεί πια έναν πολιτισμό γνώσης και συσσώρευσης, αλλά έναν πολιτισμό απεμπλοκής, ασυνέχειας και λησμονιάς. Το θέμα δεν είναι πια να ελέγχεις το μέλλον (όπως στη νεωτερικότητα, αλλά να μην το υποθηκεύεις. Να απαγορεύεις στο παρελθόν να φορτώνεται στο παρόν και αποκόβοντας το από τα δύο του άκρα να το διαχωρίζεις και να το απομονώνεις από την ιστορία .[16]
   Αν η νεωτερικότητα ανάγκασε το νεωτερικό υποκείμενο να συγκροτήσει την ταυτότητα για τον ίδιο του τον εαυτό, η μετανεωτερικότητα δεν προσπαθεί να παγιώσει την ταυτότητα αυτή αλλά να την αποφύγει. Αυτό αποτελεί τον στρατηγικό σχεδιασμό στη μετανεωτερική μεταμοντέρνα ζωή, όχι η συγκρότηση μιας συγκεκριμένης ταυτότητας, αλλά η αποφυγή της, η αποφυγή κάθε προσήλωσης. Ιδανικό μοντέλο για αυτή την νέα πραγματικότητα είναι ο «τουρίστας», που επισκέπτεται πολλά μέρη, αλλά πάντα κρατάει αποστάσεις από αυτά. Σε αντίθεση με τον προσκυνητή, ο οποίος ταξιδεύει για κάποιο σκοπό, σκοπός του τουρίστα είναι το ίδιο το ταξίδι. Ίσως κάποτε νοσταλγεί τη θαλπωρή του σπιτιού του, αλλά όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Μπάουμαν, «τη στιγμή που η πόρτα κλείνει απ’ έξω, το σπίτι γίνεται όνειρο. Τη στιγμή που η πόρτα κλείνει από μέσα, γίνεται μια φυλακή»[17].
   Εκτός από τους τουρίστες όμως υπάρχουν και οι πλάνητες, οι οποίοι ταξιδεύουν γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Αυτός ο διαχωρισμός τουρίστα και πλάνητα συμπυκνώνει για τον Μπάουμαν τις αντιθέσεις της σύγχρονης κοινωνίας. Η αντίθεση μεταξύ τους είναι ο κεντρικός διαχωρισμός της μετανεωτερικής κοινωνίας.[18] Ο όρος «νομάδες» που αποδίδεται αδιακρίτως σε όλους τους σύγχρονους της μετανεωτερικής εποχής δεν είναι αποδεκτός από τον Μπάουμαν, καθώς συγκαλύπτει τις βαθιές κοινωνικές ανισότητες. Αυτό που αποθεώνεται σήμερα ως παγκοσμιοποίηση είναι η αντανάκλαση των επιθυμιών των τουριστών και όχι ο μετασχηματισμός πολλών άλλων σε περιπλανώμενους αλήτες, και σε ανθρώπινα απορρίμματα. Το πρότυπο-πρόταγμα του τουρίστα είναι αυτό το οποίο ηγεμονεύει και οι πλάνητες ή οι περιπλανώμενοι αλήτες δεν θέλουν να το αποκαθηλώσουν ή να το αμφισβητήσουν, αλλά να του μοιάσουν. Εκτός από alter ego του τουρίστα, ο πλάνητας αποτελεί και τον μεγαλύτερο θαυμαστή του.      
   Ασφαλώς αυτή η διαστρωμάτωση δεν είναι τυχαία ούτε αποτελεί κάποια εξωτερική παρεμβολή, αλλά συστατικό στοιχείο της μετανεωτερικής κοινωνίας. Και τα δύο αυτά στρώματα παράγονται από τον ίδιο κοινωνικό μηχανισμό και αλληλοεξαρτώνται καθώς χωρίς το ένα δεν μπορεί να υπάρξει το άλλο. Ο Μπάουμαν προχωράει ένα βήμα παραπέρα και κάνει λόγο για συστηματική παραγωγή ανθρώπινων απορριμμάτων, δηλαδή ανθρώπων άχρηστων για τη συνέχιση και επιβίωση της κοινωνίας, ανθρώπων που η κοινωνία δεν χρειάζεται και πετάει στα σκουπίδια. Αυτοί οι απόβλητοι της νεωτερικότητας δεν αντιμετωπίζονται  ως ατομικές παρεκκλίσεις εξ αιτίας κάποιου χτυπήματος της τύχης/μοίρας, αλλά ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα του εκσυγχρονισμού και αναπόσπαστα παράγωγα της νεωτερικής κοινωνίας. Αποτελούν αφενός μια αναπόδραστη παρενέργεια της ίδιας κατασκευής της τάξης (κάθε τάξη αναθέτει σε κάποια τμήματα του πληθυσμού το ρόλο των «αταίριαστων» ή «ανεπιθύμητων» και αφετέρου της οικονομικής ανάπτυξης (η οποία δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς να υποβιβάσει και να απαξιώσει όλους τους προηγούμενους τρόπους «βιοπορισμού»,  στερώντας έτσι τα απαραίτητα από όσους ακολουθούν τέτοιους ξεπερασμένους τρόπους).[19]
   Ο Μπάουμαν θεωρεί  ότι η νεωτερικότητα είναι μια κατάσταση ψυχαναγκαστικού και εθιστικού σχεδιασμού και πως η κατασκευή της τάξης (order) μέσω συνειδητού σχεδιασμού αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό της γνώρισμα. Άλλωστε η αντικατάσταση του ελαττωματικού status quo του παλαιού καθεστώτος, υπήρξε το κυριότερο αίτιο του εκσυγχρονιστικού οίστρου της νεώτερης εποχής. Εφόσον όμως η ευταξία δημιουργείται μέσω σχεδιασμού (ή «κοινωνικής μηχανικής» όπως έλεγε παλαιότερα και ο Karl Popper), o ίδιος σχεδιασμός δημιουργεί την αταξία. Όπου υπάρχει σχεδιασμός υπάρχουν και απορρίμματα, όταν πρόκειται για σχεδιασμό μορφών κοινωνικής συλλογικότητας, τα απορρίμματα είναι ανθρώπινα όντα.   
   Εξίσου σημαντικό σημείο στην ανάλυση του Μπάουμαν είναι η θέση του για τους ξένους στην νεωτερικότητα, οι οποίοι σε αντίθεση με τις προνεωτερικές κοινωνίες εξακολουθούν να παραμένουν ξένοι. Το νεωτερικό κράτος είναι αυτό που στην προσπάθεια του να δημιουργήσει με σαφήνεια την έννομη τάξη τράβηξε τις διαχωριστικές γραμμές. Έτσι η νεωτερικότητα αντιμετώπισε τους ξένους με δύο εναλλακτικές και αλληλοσυμπληρωματικές πρακτικές. Η μία ήταν ανθρωποφαγική κατά την οποία οι ντόπιοι εξαφάνιζαν τους ξένους αφομοιώνοντας τους. Η άλλη ήταν ανθρωπο-εμετική και είχε σκοπό να ξεράσει τους ξένους, να τους εκτοπίσει πέρα από τα όρια του τακτοποιημένου κόσμου, να τους αποκλείσει είτε με τα ορατά τείχη των γκέτο είτε μέσω απαγορεύσεων βασικών κοινωνικών λειτουργιών όπως τη συμβίωση, την επιγαμία, τις εμπορικές συναλλαγές κ.α. Όταν κανένα από τα μέτρα αυτά δεν μπορούσε να εφαρμοστεί, ακολουθούσε η φυσική εξόντωση των ξένων.[20]   
   Από την άλλη μεριά  το πέρασμα από μια κοινωνία της παραγωγής που οι άνθρωποι θεωρούνταν εν δυνάμει παραγωγοί, είτε εργάζονταν είτε όχι, σε μια κοινωνία της υπερκατανάλωσης, έχει δημιουργήσει υπεράριθμους ανθρώπους αχρείαστους για την οικονομία και συνεπώς και για την κοινωνία. Πρόκειται για άλλη μια κατηγορία ανθρώπινων απορριμμάτων που σε αντίθεση με την κατασκευή της τάξης των ξένων προέκυψε χωρίς συνειδητό σχεδιασμό και συνεπώς χωρίς να υπάρχει κάποιος υπόλογος γι’ αυτό.  Στην κοινωνία της παραγωγής μιλούσαμε για ανέργους και ο όρος ανεργία δήλωνε, ότι η εργασία αποτελούσε την πραγματική κατάσταση και η ανεργία μια προσωρινή παρέκκλιση. Η εργασία από δικαίωμα του πολίτη σήμερα θεωρείται μια στιγμιαία ευκαιρία σε μια ευέλικτη και γεμάτη μεταβολές εργασιακή πορεία και όχι ως έργο ζωής. Στην καταναλωτική μετανεωτερική κοινωνία δεν υπάρχουν πλέον άνεργοι αλλά «περιττοί»-«πλεονάζοντες.[21]
   Πριν την παγκοσμιοποίηση αποτελούσε κοινή πρακτική τα ανθρώπινα απορρίμματα των ανεπτυγμένων περιοχών του πλανήτη να εξάγονται στις προνεωτερικές ή υποανάπτυκτες χώρες[22]. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής όμως σήμερα έχει διαδοθεί και στις πιο απομακρυσμένες εσχατιές του πλανήτη. Αυτό σημαίνει πως δεν υφίστανται πια παγκόσμιες λύσεις για τοπικά προβλήματα ούτε ελεύθερες χώρες για να πετάμε τα ανθρώπινα νεωτερικά σκουπίδια μας. Αντίθετα οι χώροι που παλιότερα έπαιζαν το ρόλο χωματερής παράγουν και οι ίδιοι τα δικά τους νεωτερικά απόβλητα. Τώρα λοιπόν όλες οι περιοχές είναι αναγκασμένες να υποστούν τις συνέπειες της επικράτησης της νεωτερικότητας και να αναζητήσουν πλέον λύσεις τοπικού χαρακτήρα σε παγκόσμια προβλήματα. Τα απορρίμματα της νεωτερικότητας δεν χωράν πουθενά και ο Μπάουμαν δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η παγκόσμια νεωτερικότητα να πνιγεί στα ίδια της τα σκουπίδια. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της παγκόσμιας παραγωγής απόβλητων ανθρώπων αποτελούν φυσικά οι μετανάστες οι οποίοι υπενθυμίζουν στους τουρίστες ένα ενοχλητικό ενδεχόμενο που δεν έχουν τη δύναμη να αποκλείσουν, το ενδεχόμενο της μεταμόρφωσης των ίδιων σε σκουπίδια. Αν οι νεωτερικοί ξένοι έπρεπε να αφανιστούν για την οικοδόμηση της ευταξίας, οι μετανεωτερικοί ξένοι είναι εδώ για να μείνουν.[23]
  




ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

   Σύμφωνα και με τους δύο κοινωνιολόγους η νεωτερικότητα δεν αποτελεί μια οριοθετημένη ιστορική περίοδο που διαδέχεται κάποια άλλη, αλλά μια συγκεκριμένη μορφή πρακτικής του ανθρώπου, που χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια του να υπερβεί την αβεβαιότητα μέσω του ορθού λόγου, της τεχνολογίας και της γενικότερης εναπόθεσης της μοίρας του στην επιστήμη. Τα πάντα στη νεωτερικότητα βρίσκονται σε συνεχή κίνηση και μεταβολή και όλα αλλάζουν με ταχύτατους ρυθμούς. Η νεωτερικότητα έχει να κάνει και για τους δύο  με μια συνεχή αμφισβήτηση του δεδομένου και του παραδοσιακού, ενώ ο Μπάουμαν πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα καθώς για τον ίδιο η νεωτερικότητα αντιπροσωπεύει την απόρριψη του υφιστάμενου κόσμου και την αποφασιστικότητα για αλλαγή.
   Για τον Γκίντενς το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας και αυτό που την καθορίζει ως ένα μεγάλο βαθμό είναι η αναστοχαστικότητα που βρίσκει εφαρμογές σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής με βασικότερο την κυκλική παραγωγή της γνώσης. Η παγκοσμιοποίηση υπερβαίνει τις όποιες διαφορές και καθιστά τον πλανήτη κοινό τόπο για όλους. Τέλος πιστεύει πως το άτομο στη νεωτερικότητα είναι επιφορτισμένο να εφεύρει ουσιαστικά τον εαυτό του μέσα από ένα μεγάλο εύρος επιλογών σε μια συνεχή προσπάθεια αυτοβελτίωσης.
   Για τον Μπάουμαν από την άλλη ο άνθρωπος στην εποχή της μετανεωτερικότητας ορίζεται πρωτίστως ως καταναλωτής και συλλέκτης εμπειριών. Στη μετανεωτερικότητα το υποκείμενο δεν προσπαθεί να παγιώσει την ταυτότητα του αλλά να την αποφύγει. Σύμφωνα με τον ίδιο η νεωτερικότητα παρήγαγε ανθρώπινα απορρίμματα, τα οποία δεν μπορεί πλέον να διαχειριστεί με την επικράτηση της παγκοσμιοποίησης. Εκείνο που θέλει όμως να καταδείξει στην πραγματικότητα είναι  η λάθος σύνδεση της νεωτερικότητας με τη λογική του «οικονομικώς ορθού». Όσο αυτή η σύνδεση δεν διασπάται, η νεωτερικότητα θα μένει ανολοκλήρωτη για τον Μπάουμαν, ο οποίος θεωρεί ως καθήκον της αριστεράς σήμερα, να επιδιώξει να πραγματώσει τις δυνητικότητες του νεωτερικού προτάγματος που παρέμειναν αποσιωπημένες.
  
                              
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δεμερτζής Ν. και Μαυρίδης Η. Η Κοινωνική σκέψη και Νεωτερικότητα, επ. Σ. Κονιόρδος, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2010
Giddens A., Οι Συνέπειες της Νεωτερικότητας, μτφρ. Μαρτίκας Γ., εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2001



[1] Μαυρίδης Η., Κοινωνική σκέψη και Νεωτερικότητα, επ. Σ. Κονιόρδος, εκδ. Gutenberg, Aθήνα, 2010, σ.373
[2] Στο ίδιο, σ.374-375
[3] Η διαδικασία αυτή αποσύνδεσης και επανασύνδεσης χώρου και χρόνου σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο επιτυγχάνεται σύμφωνα με τον Γκίντενς με την χρήση συμβολικών δεικτών και την καθιέρωση εξειδικευμένων συστημάτων σημαντικότερος συμβολικός δείκτης είναι βεβαίως το χρήμα που δεν αποτελεί πλέον το βασικό μέσο ανταλλαγής και κυκλοφορίας των αξιών, αλλά και μέσο χωρο-χρονικής αποστασιοποίησης των ατόμων και των συλλογικοτήτων. Χαρακτηριστικά αναφέρει την τεράστια εξάπλωση των καπιταλιστικών  χρηματοπιστωτικών αγορών και των οικονομικών συναλλαγών σε διεθνές επίπεδο με αποτέλεσμα αυτές να χάνουν τον τοπικό τους χαρακτήρα, καθώς πλέον η κυκλοφορία του χρήματος καθίσταται εικονική, γρήγορη, διαρκή και παγκόσμια. Βέβαια με την εξάπλωση των αγορών και συνεπώς των σχέσεων που τις διέπουν, απαιτείται νέος σχεδιασμός και οργάνωση της καθημερινής ζωής στις μοντέρνες κοινωνίες. Αυτός ο ανασχεδιασμός προκύπτει μέσα από τα ειδικευμένα συστήματα που δεν είναι άλλα από τα νέα τεχνικά επιτεύγματα και τις νέες επαγγελματικές ειδικότητες που συνθέτουν ένα πολύπλοκο μηχανισμό οργάνωσης και εποπτείας μεγάλων περιοχών του υλικού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Τα ειδικευμένα αυτά συστήματα  που θεωρούμε πλέον ως δεδομένα εξαιτίας της «παρασκηνιακής» τους δράσης, είναι μηχανισμοί αποσύνδεσης διότι απομακρύνουν τις κοινωνικές σχέσεις από την αμεσότητα των αναφορών τους.  Συνεπώς στις νεωτερικές κοινωνίες η εμπιστοσύνη των μη ειδικών στα ειδικευμένα συστήματα και όσους κατέχουν την απαραίτητη ειδικευμένη γνώση για να τα χειρίζονται είναι κατ’ ανάγκη άρθρο «πίστης», διαφορετικά είναι αδύνατο να ζήσει κάποιος στον σύγχρονο κόσμο που χαρακτηρίζεται από τον  κατακερματισμό της γνώσης, τον τεράστιο καταμερισμό και εργασίας και της αλληλεξάρτησης των ατόμων και των ομάδων.
Giddens A., Οι Συνέπειες της Νεωτερικότητας, μτφρ. Μαρτίκας Γ., εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2001, σ.45 και Μαυρίδης Η. ό.π. σ.377
[4] Giddens A., ό.π., σ.57.
[5] Το γεγονός αυτό όμως δημιουργεί και μία από τις κυριότερες αντιφάσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η νεωτερικότητα, η οποία δεν είναι άλλη από την ίδια την αυτο-υπονόμευση  της παραγόμενης και αναστοχαστικά εφαρμοσμένης γνώσης.  Εφόσον τα πάντα δύνανται και οφείλουν να αναστοχασθούν, ακόμα και το ίδιο το αίτημα του αναστοχασμού, η νεωτερικότητα δεν μπορεί παρά να αυτοαμφισβητείται από την ίδια της τη φύση, εγείροντας μια σειρά από προβληματισμούς τους οποίους καλείται να εξετάσει η κοινωνιολογία και οι κοινωνικές επιστήμες γενικότερα στη βάση του ότι η γνώση που προέρχεται από την συνεχή αναστοχαστικότητα επανέρχεται στο αντικείμενο της κυκλικά μεταβάλλοντας την κατ’ αυτόν τον τρόπο την ίδια στιγμή που την δημιουργεί.
Μαυρίδης Η. ό.π. σ.378-380. Και Giddens A., ό.π., σ. 64.
[6] Σύμφωνα με τον Giddens τα θεμέλια της επιστημολογίας και  η παντοδυναμία του λόγου αποδείχτηκαν αναξιόπιστα.   Η Ιστορία δεν είναι τελεολογική και επομένως καμία έννοια «προόδου» δεν μπορεί να βρει πειστικούς υπερασπιστές. Ενώ εμφανίστηκε μια σειρά κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων  με κυρίαρχο την οικολογία. Giddens A., ό.π. σ.65.
[7]  Όχι όμως και της ιστορικότητας που είναι σύμφυτη με τους νεωτερικούς θεσμούς.
[8] Μαυρίδης Η.,ό.π., σ.382
[9] Θα πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε εδώ πως παρόλο την σημαντική επίδραση της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης (πολιτισμική βιομηχανία, νέες τεχνολογίες στην επικοινωνία κ.α.) ως συστατικό στοιχείο της παγκόσμιας εξάπλωσης της νεωτερικότητας, ο Γκίντενς δεν κάνει καμία αναφορά για «πολιτιστικό ιμπεριαλισμό», αλλά θεωρεί ότι παρά την παγκοσμιοποίηση το τοπικό στοιχείο καταφέρνει να επιβιώσει και να ανασυντεθεί με νέους όρους.
Στο ίδιο σ.383.
[10] Θα πρέπει να τονιστεί εδώ ότι σύμφωνα πάντα με τον Γκίντενς οι επιλογές αυτές δεν είναι απεριόριστες και ούτε μπορούν να καθοριστούν εξ ολοκλήρου από το ίδιο το άτομο, αλλά είναι ως ένα βαθμό κοινωνικά προκαθορισμένες και διυποκειμενικά μοιρασμένες.
Στο ίδιο, σ.388
[11] Στο ίδιο, σ.387-389
[12] Στην πορεία όμως και επειδή οι άνθρωποι μαθαίνουν να συμβιβάζονται με μεγάλης έκτασης κινδύνους, μεταμορφώνεται σε μια κοινότοπη διαδικασία που πολλές φορές οδηγεί στην απάθεια. Ως αποτέλεσμα της παραπάνω διαδικασίας δημιουργείται στην καρδιά ενός φαινομενικά ορθολογικά οργανωμένου κόσμου η αίσθηση ενός ανορθολογικού «πεπρωμένου», το οποίο ουσιαστικά ξεφεύγει από κάθε ανθρώπινο έλεγχο και μια παθητικότητα ότι τα πράγματα πλέον δρομολογούνται από μόνα τους. Στο ίδιο, σ.392
[13] Η αφήγηση του Μπάουμαν προσφέρει μια εναλλακτική οπτική γωνία υπό το πρίσμα της οποίας μπορούν να κριθούν  οι πρόσφατες εξελίξεις ενός κατά τα άλλα γνώριμου κόσμου. Μάλιστα χρησιμοποιεί τους όρους «ρευστή νεωτερικότητα» και «μετανεωτερικότητα» για να προσδιορίσεις αυτές τις εξελίξεις που άρχισαν να πραγματοποιούνται μετά τη δεκαετία του 1950.
Δεμερτζής Ν., Κοινωνική σκέψη και Νεωτερικότητα, επ. Σ. Κονιόρδος, εκδ. Gutenberg, Aθήνα, 2010, σ.350-351.
[14]Για τον Μπάουμαν όπως και για τον Γκίντενς η νεωτερικότητα δεν είναι μια σαφώς οριοθετημένη ιστορική περίοδος που διαδέχεται μια άλλη, αλλά αποτελεί μια συγκεκριμένη μορφή πρακτικής του ανθρώπου στην προσπάθεια του να υπερβεί την αβεβαιότητα μέσω του ορθού λόγου, των ταξινομήσεων, της τεχνολογίας και της γενικότερης εναπόθεσης της μοίρας του στην επιστήμη. Στον αντίποδα η μετανεωτερικότητα φαίνεται να αντιλαμβάνεται το διφορούμενο της ανθρώπινης πραγματικότητας, αποδέχεται την εγγενή και αναπόφευκτη ύπαρξη της αρνητικότητας στα ανθρώπινα πράγματα και μέσω αυτών ασκεί κριτική στις παραδοχές της νεωτερικότητας. Η νεωτερικότητα λαμβάνεται υπό αυτή την έννοια ως ένα πρόταγμα με κάποιες από τις πτυχές του να έχουν πραγματωθεί, κάποιες να έχουν καταπιεστεί και κάποιες να μένουν ανολοκλήρωτες.
[15]   Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Μπάουμαν για το  σεξ όπου στη μετανεωτερικότητα αποδεσμεύτηκε από την οικογενειακή εστία και αποφορτίστηκε από τις κοινωνικές του λειτουργίες ως το κύριο συστατικό ανθεκτικών κοινωνικών δομών κατά την πρώιμη νεωτερικότητα. Το σεξ αποδεσμευμένο από τις οικογενειακές και συζυγικές υποχρεώσεις έγινε και αυτό άλλη μια «εμπειρία». Ο ρομαντικός έρωτας ανήκει πλέον στο παρελθόν ενώ παράλληλα η αποδέσμευση και η απομόνωση  του σεξ από τις άλλες πτυχές της ζωής και η ξαφνική αφθονία «ερωτικών εμπειριών» παράγει ακόρεστους καταναλωτές σεξ. Ο μετανεωτερικός homo sexualis (σεξουαλικός άνθρωπος) μοιράζεται τις αγωνίες του homo consumens  (καταναλωτικός άνθρωπος) «μαζί γεννήθηκαν και αν ποτέ φύγουν θα φύγουν αγκαλιά». Στις μακροχρόνιες δεσμεύσεις ο ρευστός μετανεωτερικός λόγος ανιχνεύει καταπίεση. Στη σταθερότητα και την αφοσίωση εντοπίζει ευνουχιστική εξάρτηση. Δεν υπάρχει πλέον χώρος, αλλά ούτε και χρεία, για οποιουδήποτε είδους δεσμεύσεις χωρικές ή χρονικές. Άλλωστε είναι περισσότερο από σίγουρο, ότι ο επόμενος έρωτας θα είναι ακόμα πιο ευχάριστη εμπειρία από τον τωρινό, αλλά όχι τόσο συναρπαστικός όσο ο μεθεπόμενος. Για τούτο η νεωτερικότητα παράγει «θνησιγενείς, ακατάλληλες, ανάπηρες ή μη βιώσιμες ανθρώπινες σχέσεις, γεννημένες με το χαρακτηριστικό γνώρισμα της επερχόμενης απώλειας»
Στο ίδιο, σ.352-353
[16] Στο ίδιο, σ. 354-355.
[17] Στο ίδιο, σ.355.
[18] Η μετανεωτερική κοινωνία είναι διαστρωματωμένη όχι μονολιθικά και αφηρημένα στους πάνω και στους κάτω, αλλά στο βαθμό κινητικότητας και στην ελευθερία των ανθρώπων να επιλέξουν το που να βρίσκονται. Η κινητικότητα για τον τουρίστα σημαίνει ελευθερία, ενώ για τον πλάνητα καταναγκασμός. Η τεχνολογική πρόοδος με την συνακόλουθη ακύρωση των χρονικών/χωρικών αποστάσεων οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη πόλωση.
Στο ίδιο, σ.356
[19] Στο ίδιο 358-359.
[20] Ο Μπάουμαν αναλύει αυτή την ιδιαίτερη κατασκευή και εξόντωση των ξένων στο βραβευμένο του βιβλίο Modernity and the Holocaust (1989)  το οποίο εμπνεύστηκε από το συγγραφικό έργο και τις τραυματικές εμπειρίες της επίσης πολωνο-εβραίας  συζύγου του Janina.  Σύμφωνα με τον ίδιο η γενοκτονία των Εβραίων αποτελεί το άλλο πρόσωπο της νεωτερικής κοινωνίας που θαυμάζουμε και καταδεικνύει τις κρυμμένες δυνατότητες αυτού του συστήματος.
Στο ίδιο σ.362.
[21] ». Αυτοί οι απόβλητοι της οικονομίας δεν έχουν ούτε την αρωγή του κράτους αφού το κοινωνικό κράτος δεν αποζημιώνει πια τον πολίτη για τη μη ικανοποίηση του δικαιώματός του στην εργασία, αλλά του παρέχει ελάχιστα εφόδια που αρκούν μόνο για να επιβιώσει. Οι παροχές του κοινωνικού κράτους από καθολικό δικαίωμα μετατράπηκαν σε στιγματίζουσα ελεημοσύνη. Ο φτωχός αντί να αντιμετωπίζεται ως θύμα της κοινωνίας θεωρείται ένοχος για την κατάντια του: «οι παροχές της πρόνοιας έχουν μετατραπεί από άσκηση δικαιώματος του πολίτη σε στίγμα του αδύναμου και απρονόητου ανθρώπου».
Στο ίδιο, σ.365.
[22] Αυτή η ανισότητα αποτέλεσε το βαθύτερο νόημα του αποικισμού και των ιμπεριαλιστικών πολιτικών και επέτρεψε στο εκσυγχρονισμένο τμήμα του πλανήτη να αναζητήσει και να βρει λύσεις παγκόσμιου χαρακτήρα σε τοπικά προβλήματα υπερπληθυσμού. Ωστόσο με την παγκοσμιοποίηση η νεωτερικότητα έγινε η καθολική κατάσταση της ανθρωπότητας, που σημαίνει πως δεν υπάρχουν πια αμιγώς προ-νεωτερικές ή περιφερειακές χώρες για να αποθέσουν οι ανεπτυγμένες χώρες τα σκουπίδια τους. Στο ίδιο, σ.365.
[23] Στο ίδιο 365-367

No comments:

Post a Comment